Ο Γερμανός δικηγόρος, ακτιβιστής και τρομοκράτης Χορστ Μάλερ προσωποποίησε τις ακραίες εκφάνσεις της μεταπολεμικής ύπαρξης της χώρας του. Μεγαλωμένος σε ένα σπίτι ένθερμων ναζί, φλέρταρε με την άκρα δεξιά ως νέος. Στη συνέχεια στράφηκε στην άκρα αριστερά, αποκτώντας φήμη ως υποστηρικτής του επαναστατικού φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του 1960. Έγινε ενεργό μέλος της Φράξιας Κόκκινος Στρατός (RAF), της τρομοκρατικής οργάνωσης της Δυτικής Γερμανίας, η οποία επιτέθηκε και δολοφόνησε σημαντικές προσωπικότητες του επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου.
Μετά την καταδίκη και φυλάκισή του για τρομοκρατική δράση, ο Μάλερ αποκήρυξε τη βία, αλλά στη συνέχεια υπέστη μια ακόμη ιδεολογική μεταστροφή, γοητευμένος πλέον από τον γερμανικό εθνικισμό. Προσχώρησε στο ακροδεξιό Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (NPD) και βρέθηκε ξανά ενώπιον της δικαιοσύνης, καταδικασμένος μεταξύ άλλων για άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Οι τρομοκράτες της RAF χαρακτηρίστηκαν από τη συγγραφέα Τζίλιαν Μπέκερ ως «τα παιδιά του Χίτλερ», καθώς θεωρούσαν ότι προκαλούσαν τη δυτικογερμανική κοινωνία να αντιμετωπίσει το ναζιστικό παρελθόν της, σπάζοντας τη σιωπή ενοχής της γενιάς των γονιών τους. Και ο Μάλερ μεγάλωσε ακριβώς σε ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον.
Γεννήθηκε το 1936 στο Χάιναου της τότε Κάτω Σιλεσίας (σήμερα Πολωνία), από γονείς που ο ίδιος περιέγραψε ως «πεπεισμένους ναζί». Πήρε το όνομά του από τον Χορστ Βέσελ, μέλος των Ταγμάτων Εφόδου που δολοφονήθηκε από κομμουνιστές και εξιδανικεύτηκε από το ναζιστικό καθεστώς. Ο πατέρας του, οδοντίατρος και μέλος του ναζιστικού κόμματος, οδηγούσε την οικογένεια σε καθημερινές προσευχές υπέρ του Φύρερ. Η μητέρα του είχε τιμηθεί με τον «Σταυρό της Μητέρας» (Mutterkreuz) του Τρίτου Ράιχ, που απονεμόταν σε άριες γυναίκες με τουλάχιστον τέσσερα παιδιά.
Καθώς πλησίαζε το τέλος του πολέμου το 1945 και ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε, η οικογένεια κατέφυγε αρχικά στη σοβιετική ζώνη κατοχής, η οποία αργότερα έγινε η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο πατέρας του, που είχε περάσει από αμερικανική αιχμαλωσία και βίωνε την κατάρρευση όλων όσων πίστευε, αυτοκτόνησε το 1949, σύμφωνα με κάποιες έρευνες αφού πρώτα προσπάθησε να δηλητηριάσει τα παιδιά του.
Η οικογένεια μετακόμισε τότε στο Δυτικό Βερολίνο. Από μαθητής, ο Μάλερ λέγεται ότι είχε ήδη έντονη πολιτική δράση, δημιουργώντας τη δική του «ομάδα Μάλερ», που απαγορεύτηκε από τον διευθυντή του. Ως φοιτητής νομικής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, εντάχθηκε σε μια παραδοσιακή αδελφότητα γνωστή για τις ουλές από μονομαχίες και τη δεξιά ιδεολογία της. Σύντομα όμως έγινε αγωνιστής κατά των πυρηνικών όπλων και προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, από το οποίο διαγράφηκε το 1960 λόγω συμμετοχής σε ριζοσπαστική φοιτητική ομάδα.
Ο Μάλερ ίδρυσε μια επιτυχημένη δικηγορική επιχείρηση στο Δυτικό Βερολίνο και ζούσε άνετα. Αρχικά εκπροσωπούσε εμπορικούς πελάτες, αλλά γρήγορα έγινε γνωστός για την υπεράσπιση ριζοσπαστών φοιτητών και λιποτακτών. Το παρατσούκλι του ήταν «ο δικηγόρος των χίπηδων». Στη δεκαετία του 1960, το Δυτικό Βερολίνο ήταν εστία έντονων διαδηλώσεων, καθώς πολλοί νέοι έρχονταν εκεί για να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία.
Η συγκρότηση του μεγάλου συνασπισμού το 1966, με καγκελάριο τον πρώην ναζί Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, εξόργισε τη νεολαία, που πίστευε ότι δεν είχε γίνει ουσιαστικός απολογισμός για τα εγκλήματα του Τρίτου Ράιχ. Ο ιστορικός Χανς Κούντνάνι περιγράφει τον Μάλερ ως μια πανταχού παρούσα φιγούρα στις διαδηλώσεις, ντυμένο με αδιάβροχο, κοστούμι, γραβάτα και ομπρέλα. Σύντομα άρχισε να διοργανώνει σεμινάρια μαρξιστικής θεωρίας, υιοθετώντας μούσι τύπου Κάστρο, και ίδρυσε μια «σοσιαλιστική ένωση δικηγόρων».
Η μεγάλη του προβολή ήρθε το 1968, όταν υπερασπίστηκε τον νεαρό ακτιβιστή Αντρέας Μπάντερ, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει εμπρηστική επίθεση σε πολυκατάστημα της Φρανκφούρτης. Ο Μάλερ χαρακτήρισε την πράξη αυτή ως «εξέγερση απέναντι σε μια γενιά που επί ναζισμού είχε ανεχθεί εκατομμύρια εγκλήματα και ήταν υπεύθυνη γι’ αυτά». Παράλληλα, υποστήριξε το «δικαίωμα αντίστασης σε μια δημοκρατία».
Στις διαδηλώσεις κατά των αμερικανικών ενεργειών στο Βιετνάμ και εναντίον του εκδότη Άξελ Σπρίνγκερ το 1968, ο Μάλερ ήταν στην πρώτη γραμμή. Όταν κλήθηκε ενώπιον πειθαρχικού συμβουλίου ύστερα από μήνυση του Σπρίνγκερ, συγκεντρώθηκε πλήθος έξω από την αίθουσα με πλακάτ που έγραφαν «Κάτω τα χέρια από τον Μάλερ».
Η κλιμάκωση της βίας οδήγησε στη δημιουργία της RAF το 1970 από τον Μπάντερ, την Ούλρικε Μάινχοφ και άλλους, με τον Μάλερ αρχικά ως νομικό τους σύμβουλο. Σύντομα όμως συμμετείχε ενεργά στον σχεδιασμό ένοπλης δράσης και έγινε ο βασικός οργανωτής και ιδεολόγος της οργάνωσης. Η RAF προχώρησε σε δολοφονίες και τρομοκρατικές επιθέσεις, προκαλώντας έντονη καταστολή και κοινωνική αναστάτωση.
Στην πορεία συνελήφθη, οπλισμένος με πιστόλι και μεταμφιεσμένος με περούκα και ψεύτικα γένια, και το 1973 καταδικάστηκε για ίδρυση τρομοκρατικής οργάνωσης, ληστείες τραπεζών και βοήθεια στην απόδραση του Μπάντερ. Στη διάρκεια της δίκης του δήλωσε προκλητικά: «Με τους δικαστές δεν μιλάς, πυροβολείς».
Στη φυλακή άρχισε να αναθεωρεί, χαρακτηρίζοντας τη βία «τρέλα» και τις ελπίδες για επανάσταση «πραξικοπηματικές φαντασιώσεις». Το 1980 δημοσίευσε διάλογο με τον υπουργό Εσωτερικών Γκέρχαρτ Μπάουμ, συμφωνώντας ότι «πρέπει να βγούμε από τα χαρακώματα».
Στη δεκαετία του ’80, με τη βοήθεια του Γκέρχαρντ Σρέντερ, αποφυλακίστηκε πρόωρα. Όμως, διαβάζοντας Χέγκελ, οδηγήθηκε στον ακροδεξιό εθνικισμό. Το 2000 υπέβαλε αίτηση ένταξης στο νεοφασιστικό NPD, μιλώντας για «διευθυντές του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος» που διοικούν μυστικά τον κόσμο. Παρέμεινε προσκολλημένος σε θεωρίες συνωμοσίας και σε έντονο αντιαμερικανισμό, αλλά και σε αντισημιτισμό, που εκδηλώθηκε με την άρνηση του Ολοκαυτώματος και δηλώσεις υπέρ της 11ης Σεπτεμβρίου. Το 2007 καταδικάστηκε ξανά για άρνηση του Ολοκαυτώματος και ρατσιστικές δηλώσεις. Αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας, κατέφυγε στην Ουγγαρία ζητώντας άσυλο, αλλά το 2017 εκδόθηκε πίσω στη Γερμανία.
Όταν πέθανε, αντιμετώπιζε νέες διώξεις. Άφησε πίσω του τη σύζυγό του Ελζμπιέτα και δύο παιδιά από προηγούμενο γάμο. Στο τέλος της ζωής του ήταν περιθωριοποιημένος, θεωρούμενος από πολλούς παράφρων. Ωστόσο, η πορεία του, με την εμπλοκή του τόσο στην τρομοκρατία της δεκαετίας του ’70 όσο και στην αναβίωση της άκρας δεξιάς μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, προσέλκυσε το ενδιαφέρον. Ο Μάλερ αγαπούσε πάνω απ’ όλα την πρόκληση και την προσοχή — και οι απόψεις και οι πράξεις του τού εξασφάλισαν και τα δύο.
Χορστ Μάλερ, δικηγόρος, ακτιβιστής και τρομοκράτης, γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1936 και πέθανε στις 27 Ιουλίου 2025, σε ηλικία 89 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου