Στη μαρτυρική και ηρωική Βόρειο Ήπειρο βρέθηκαν οι τρεις φοιτητές στα δύσκολα χρόνια, μετά την πτώση του καθεστώτος Εμβέρ Χότζα. Πάσχα του 1994. Συνόδευαν τον κληρικό από την Ελλάδα για να εξυπηρετήσουν τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών στην περιοχή της Χειμάρρας τις άγιες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος. Το ζήτησαν οι ίδιοι οι Έλληνες Βορειοηπειρώτες, να γιορτάσουν Πάσχα έπειτα από πολλές δεκαετίες. Και ο σεμνός λευΐτης ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο στη Βόρειο Ήπειρο.
ΠΗΓΗ himara.gr
Σαν όνειρο φαινόταν στους νεαρούς φοιτητές ιεροψάλτες. Είχαν ακούσει πολλά για τα δεινά που πέρασαν οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου στα χρόνια της δικτατορίας του Εμβέρ Χότζα: Διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες, καταναγκαστικά έργα και πολλά άλλα, που χαράχθηκαν στη μνήμη τους, πλήγωσαν την ψυχή τους, μαύρισαν τη ζωή τους και τα κατέγραψε όλα η ιστορία. Έβλεπαν οι φοιτητές μπροστά τους ανθρώπους βασανισμένους, κουρασμένους, αλλά λεβέντες με αδούλωτο φρόνημα, με αγάπη στην πατρίδα και βαθύ σεβασμό στην πίστη, στην Εκκλησία που στερήθηκαν.
Ανάμεσα στους ευλογημένους κατοίκους της Χειμάρρας ήταν και η κυρα – Αντιγόνη, μια γνήσια Βορειοηπειρώτισσα γιαγιά. Ζούσε μόνη της· το σπίτι της βρισκόταν κοντά στην εκκλησία των Αγίων Πάντων. Είχε στα νιάτα της αρραβωνιασθεί, μα έκλεισαν τα σύνορα και ο μνηστήρας της έμεινε στην Ελλάδα. Δεν παντρεύτηκε έτσι ποτέ. Τον περίμενε πάντα να γυρίσει, πιστή και αφοσιωμένη στον άνδρα που έβλεπε ως τον μελλοντικό της σύζυγο.
Τη γνώρισαν τα παιδιά, έπιασαν κουβέντα μαζί της. Θαύμασαν που ήξερε ελληνική ιστορία τόσο καλά, που θυμόταν αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και τόσα άλλα !Δεν ήθελαν να φύγουν από κοντά της. Την άφηναν να μιλά και απολάμβαναν τον τρόπο που τα έλεγε, το πάθος και την αγάπη της για τα ελληνικά γράμματα. Κάποια στιγμή ο ένας της παρέας τη διέκοψε λέγοντας:
– Κυρα – Αντιγόνη, θα θέλαμε και κάτι άλλο να μας πείτε. Όλα αυτά τα χρόνια πως αντέξατε; Πως κρατήσατε την πίστη σας; Δεν ήταν δύσκολο;
– Δύσκολο; Μόνο δύσκολο ήταν! Μα δεν μπορούσαμε ν’ αφήσουμε την πίστη μας. Αυτή μας κρατούσε ζωντανούς. Αυτή μας θύμιζε τους προγόνους μας, τους πατέρες μας. Τίποτε δεν ξεχάσαμε από τις ευλογημένες συνήθειες της πίστεώς μας. Κρατούσαμε ο,τι μπορούσαμε, όπως μπορούσαμε.. Μέχρι και κόκκινα αυγά βάφαμε και πετάγαμε τα τσόφλια τους στον δρίμο για να θυμόμαστε ότι έχουμε Πάσχα…
Συνέχισε να διηγείται ιστορίες, και η παρέα των φοιτητών άκουγε με προσοχή, με θαυμασμό, με απορία… Η ώρα όμως περνούσε.
– Κυρα-Αντιγόνη, θα φύγουμε, αλλά θα ξαναρθούμε να μας πείτε κι άλλα.
– Αύριο τ’ απόγιομα να ‘ρθετε πάλι !Θέλω να σας πάω στο Κάστρο επάνω, για να σας πω και να να σας δείξω κάτι ακόμη.
Χαιρέτησε τα παλληκάρια η γιαγιά, τα σταύρωσε και τα ξεπροβόδισε στού Θεού την ευχή.
Δεν έχασαν την ευκαιρία να βρεθούν και πάλι οι τρεις φοιτητές κοντά στην κυρα-‘Αντιγόνη. Ήθελαν πολύ ν’ ακούσουν από πρώτο χέρι την ιστορία του πονεμένου Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Και να τοι απόψε και οι τρεις τους στο φτωχικό της.
– Ελάτε, παιδιά μου !
Τα καλοδέχθηκε και δεν σταματούσε να τα ευχαριστεί που μαζί με τον παπα-Νικόλα απ’ την Ελλάδα βοήθησαν τους Βορειοηπειρώτες να καταλάβουν Πάσχα, να ζήσουν Ανάσταση, έπειτα από τόσα χρόνια αλειτούργητοι, ακοινώνητοι…
– Να ΄ναι καλά ο βλογημένος ο παπα-Νικόλα, να χαίρεται τη βασιλεία του, την ιερωσύνη του, αλλά κι εσείς που τον βοηθάτε και του ψέλνετε, έλεγε, κι έδιναν κι έπαιρναν οι ευχές της. Απόψε, παιδιά μου, Κυριακή του Πάσχα που ‘ναι και δεν έχετε Ακολουθία, θα σας πάω μέχρι το Κάστρο της Χειμάρρας · θέλω να δείτε κάτι.
Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους οι νεαροί. Τι θα ‘θελε η γιαγιά να τους δείξει;
Ξεκίνησαν. Μπροστά αυτή, πίσω τα παιδιά. Τι κι αν είχε 75 χρόνια φορτωμένα στην πλάτη της ; Περπατούσε στητή κι ολόρθη, με βήμα ταχύ και ανδρείο. Έφθασαν κάποτε στο Κάστρο. Η θέα ήταν υπέροχη από εκεί ψηλά. Ένα εκκλησάκι δέσποζε σαν ζωγραφιά στη μέση του Κάστρου.
– Χθες με ρωτήσατε πως κρατήσαμε την πίστη στα μαύρα εκείνα χρόνια. Για δέτε !
Πήγε πίσω από το Ιερό του ναού, στη μεσαία κόγχη, γονάτισε και προσπάθησε να βγάλει μια πέτρα απ’ τον τοίχο. Δυσκολεύθηκε, αλλά τα κατάφερε. Έβγαλε την πέτρα, έβαλε το γεροντικό χέρι της βαθιά κι έβγαλε ένα καντήλι που σιγόκαιγε.
– Το βλέπετε; το καντήλι αυτό δεν έσβησε ποτέ ! Καίει μέσα στην κλειστή εκκλησιά χρόνια τώρα. Όταν μας έκλεισαν τις εκκλησιές και μας εμπόδιζαν να ‘ρθούμε να προσκυνήσουμε τις εικόνες, ν’ ανάψουμε τα καντήλια στους τάφους των νεκρών μας, οι γυναίκες της περιοχής του Κάστρου της Χειμάρρας πήραμε μιάν απόφαση: Κάθε βράδυ, με τη σειρά της η καθεμιά, ν’ ανεβαίνουμε εδώ πάνω στο Κάστρο – χωρίς να μας παίρνει είδηση κανείς · ούτε οι άντρες, ούτε παιδιά και εγγόνια το ‘ξεραν – και ν’ ανάβουμε αυτό το καντηλάκι στην Παναγιά και στους Αγίους μας. Και παρακαλούσαμε κλαίγοντας να μας λυπηθεί ο Θεός, να μας γλυτώσει…
Τα ‘χασαν τα παιδιά. Συγκινήθηκαν και θαύμασαν !
Αυτό τ’ αναμμένο καντήλι κράτησε τους ανθρώπους ζωντανούς, την πίστη φλογερή, τη Βόρειο Ήπειρό μας ελληνική !
(Από το Ορθ. Χριστιανικό Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” τεύχος 2261, σελ. 142) / sfeva.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου