Βρισκόμασταν στα υψώματα Αγίου Σωζόμενου. Από εκεί κινηθήκαμε στον ανατολικό τομέα Λευκωσίας. Ο 13ος Λόχος Κρούσεως της 31 Μοίρας Καταδρομών, στάθμευσε στο χώρο πέριξ του εργοστασίου ΒΑΚΟΥΛΑΚ, ανατολικά της Αγλαντζιάς και επί του παλαιού δρόμου Λευκωσίας - Λάρνακας.
Στις 16 Αυγούστου λήφθηκε η διαταγή για μετακίνηση. Μια διμοιρία τεθήκαμε υπό διοίκηση μονάδας Τεθωρακισμένων. Κινηθήκαμε προς το Πυρόι. Με δύο BTR και ένα Τ34. Εισήλθαμε στο χωριό. Οι Τούρκοι από το απέναντι ύψωμα άρχισαν να μας κτυπούν με πυρά όλμων. Λάβαμε διαταγή για οπισθοχώρηση στην Ποταμιά. Στην επιστροφή μας διέταξαν και πάλι να κινηθούμε προς το Πυρόι, με εντολή, αν οι Τούρκοι δεν εισήλθαν στο χωριό να εγκατασταθούμε εμείς.
Το χωριό ήταν εγκαταλειμμένο. Η διμοιρία κινήθηκε από καλυμμένο δρομολόγιο. Λάβαμε θέσεις μάχης μέσα στα πρώτα τέσσερα σπίτια με μέτωπο το ύψωμα. Τοποθετήσαμε δυο πολυβόλα τσέχικα στα άκρα και δύο πολυβόλα FN MAG στο κέντρο. Αντιαρματικά δεν διαθέταμε. Δεξιά μας βρισκόταν το υδραγωγείο. Μπροστά μια αναπεπταμένη πεδιάδα και το ύψωμα. Δυτικότερα ο Άρωνας. Ανατολικότερα και βόρεια η Αθιένου.
Ένας άνδρας των Ηνωμένων Εθνών μας πλησιάζει. ‘‘Τι κάνετε εδώ; Απέναντι έχει πολλούς Τούρκους.’’ Καθώς συνομιλούμε πέφτει το πρώτο βλήμα. Αυτός μας χαιρετά και φεύγει. Μπήκαμε στα σπίτια, ήπιαμε τον καφέ μας, ρίξαμε νερό πάνω μας να δροσιστούμε και περιμέναμε. Οι όλμοι έπεφταν στο γάμο του καραγκιόζη.
Μόλις σταμάτησαν οι όλμοι άρχισε το μπουλούκι να κατεβαίνει από το ύψωμα. Τους παρακολουθούσα με διόπτρες που βρήκα στο χωριό. Όλοι είχαν ξεκάθαρη εντολή να μην βάλλουν παρά μόνο μετά από δικό μου σύνθημα. Πυρομαχικά είχαμε αρκετά.
Πλησίασαν στα 200 μέτρα. Ερχόντουσαν σχεδόν παρελαύνοντας. Αρχίσαμε με τα πολυβόλα και τα καλασνίκωφ. Έγινε χαμός. Μεταβολή και άτακτη φυγή. Συνεχίσαμε να τους κτυπούμε. Όλα αυτά κράτησαν δέκα λεπτά. Αρκετός χρόνος για να σκεπαστεί η πλαγιά με νεκρούς.
Αρχίζουν και πάλι από το ύψωμα με όλμους, ΠΑΟ και πολυβόλα. Μετά από μισή ώρα σφυροκόπημα επιτίθενται και πάλι. Γύρισα όλα τα σπίτια. Ουδείς τραυματίας.
Ο αξιωματικός των Τεθωρακισμένων, του οποίου είμαστε υπό διοίκηση, ρωτάει από τον ασύρματο τι συμβαίνει.
- ‘‘Δεχόμαστε επίθεση’’ απαντώ.
- ‘‘Να υποχωρήσετε προς Ποταμιά’’ διατάζει.
- ‘‘Γιατί να υποχωρήσουμε; Αφού κρατάμε το χωριό.’’
- ‘‘Ανθυπολοχαγέ να κάνεις αυτό που σου λέω γιατί θα σε στείλω στο στρατοδικείο.’’
- ‘‘Να με στείλετε. Εμείς θα πολεμήσουμε μέχρι την τελευταία σφαίρα.’’
Διέκοψα γιατί οι Τούρκοι εντωμεταξύ κατέβαιναν και πάλι. Ένα τσούρμο σε επίθεση. Άρχισαν τα πολυβόλα μας. Δίπλα ο καταδρομέας με το FN σε ρύθμιση βολή κατά βολή. Κάθε Τούρκο που κτυπούσε αναφωνούσε: ‘’Μπίγκο’’. Το ασκέρι μεταβολή και πίσω στο ύψωμα.
Ο αξιωματικός των Τεθωρακισμένων ξανά από τον ασύρματο με απειλές για οπισθοχώρηση.
Ακολουθεί ο διοικητής μας:
- ‘‘Τι γίνεται ρε Γεωργιάδη;’'
- ‘‘Κύριε Διοικητά είμαστε οχυρωμένοι. Πυρομαχικά έχουμε. Ουδεμία απώλεια. Πολεμούμε. Κρατάμε.’’
- ‘‘Να μείνετε να πολεμήσετε.’’
Ύστερα από λίγο ξεκινούν και πάλι τα βλήματα. ΠΑΟ, πολυβόλα, όλμοι. Μεσημέρι. Την ώρα της επίθεσης έρχεται ένα αυτοκίνητο από τη Μοίρα. Ο Ανθυπολοχαγός Νεοπτολέμου με πρωτοβουλία δική του μας φέρνει πυρομαχικά και καρπούζια.
Επίθεση και πάλι. Επανάληψη. Το πεζικό να κατεβαίνει. Στα 200 μέτρα, στα 150, στα 100 μέτρα. Ατσάλι και πάλι. Μακελειό. Μια μικρή ομάδα που γλίτωσε μπήκε σε μια μάντρα στα δεξιά μας. Τους κυκλώσαμε και τους εξουδετερώσαμε.
Αριστερά μας, από την Τύμπου, κονιορτός αρμάτων. Από τον ασύρματο λαμβάνουμε διαταγή οπισθοχώρησης. Κίνδυνος κύκλωσης. Έμεινα πίσω με τον Χατζημιχαήλ και παγιδεύσαμε το χώρο. Ξεκινήσαμε αμέριμνα προς τα δυτικά. Εγκατασταθήκαμε λίγο πιο κάτω.
Μια διμοιρία τρελών αντιμετώπισε 17 άρματα, τεθωρακισμένα και ένα σύνταγμα.
Ανάπαυλα. Σκάψαμε με τις ξιφολόγχες να βρούμε στεγνό χώμα για να κοιμηθούμε το βράδυ. Ήταν Αύγουστος και κάθε μεσημέρι έβρεχε. Ούτε ένα δένδρο. Καυτός ήλιος το πρωί, βροχή το μεσημέρι.
Κάποτε μας έστελναν και καμιά κονσέρβα ‘‘Καρίνα’’. Τα βράδια μετρούσαμε τα φώτα του χωριού. Ήταν 107. Μείναμε εκεί για αρκετό καιρό. Ουδείς ερχόταν να μας αντικαταστήσει. Καθόμασταν κι ονειρευόμασταν με το Μάκη. Εγώ έλεγα: ‘‘Ρε παιδιά να είχαμε ένα ταψί γαλατομπούρεκα!’’ Ο Μάκης ήθελε ψητό κι ο Ευτύχιος ένα ευρωπαϊκό αποχωρητήριο.
Κάποιο βράδυ ακούμε πίσω μας θόρυβο στα καλάμια. Συναγερμός. Μας κύκλωσαν οι Τούρκοι; Αναμένοντας με το χέρι στη σκανδάλη βλέπουμε έναν δικό μας που στείλαμε στο Γέρι για υλικά, έτοιμο να λιποθυμήσει από το γέλιο. ‘‘Δεν θα πιστέψετε’’ μας λέει, ‘‘αλλά ήλθαν να μας αντικαταστήσουν. Μου έδωσαν ένα λόχο πεζικαρέους από το Γέρι και τους φέρνω εδώ και 500 μέτρα έρποντας. Τους είπα αν σηκώσετε κεφάλι οι Τούρκοι ξεκινούν να πυροβολούν.’’
Την άλλη μέρα φεύγαμε για τον Κακομάλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου