Ο Robert Gilpin, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Princeton, είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή εκπροσώπους της ρεαλιστικής σχολής των Διεθνών Σχέσεων. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως “κρατοκεντρικό ρεαλιστή” (state-centric realist) και εντάσσεται στην πνευματική παράδοση του E.H. Carr και του H. Morgenthau. Όπως όλοι οι εκπρόσωποι της ρεαλιστικής σχολής, πρεσβεύει ότι το διεθνές σύστημα είναι θεμελιωδώς άναρχο και χαρακτηρίζεται από τον αγώνα των κρατών για ισχύ. Ωστόσο, διαψεύδοντας την αντίληψη ότι οι ρεαλιστές είναι εξ ορισμού “γεράκια”, είχε ταχθεί κατά της αμερικανικής επέμβασης του 2003 στο Ιράκ, με το μνημειώδες άρθρο “War is Too Important to Be Left to Ideological Amateurs” (αξίζει να υπενθυμίσουμε και τιςσώφρονες εισηγήσεις του άλλου μεγάλου σύγχρονου ρεαλιστή, John J. Mearsheimer, για την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία).
Το εμβληματικό έργο του R. Gilpin είναι αναμφίβολα το “War and Change in World Politics” (1981), που κυκλοφορεί και στην ελληνική γλώσσα με τον τίτλο “Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική” (εκδόσεις Ποιότητα, 2007, μετάφραση: Κ. Κολιόπουλος). Η μεγάλη συνεισφορά του Gilpin έγκειται στη συστηματική εξέταση της άνισης ανάπτυξης, ως μηχανισμού που επιφέρει ανακατανομές ισχύος μεταξύ των κρατών και τελικά οδηγεί σε αλλαγές του διεθνούς συστήματος. Ο Gilpin στο συγκεκριμένο βιβλίο περιγράφει υπό ποιες προϋποθέσεις λαμβάνει χώρα η αλλαγή στη διεθνή πολιτική, και ειδικότερα πώς επιδρούν οι πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις στην επέλευση αλλαγών στο διεθνές σύστημα και ποιος είναι ο ρόλος του πολέμου στη διαδικασία αυτή. Η προσέγγιση του συγγραφέα είναι συστημική, αλλά διαφέρει από άλλες συστημικές προσεγγίσεις ως προς την επιδίωξή της να προσφέρει δυναμική και όχι στατική ανάλυση.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας περιγράφει τους διεθνείς δρώντες, το διεθνές σύστημα και τις διαδικασίες αλλαγής του. Η θεμελιώδης φύση του διεθνούς συστήματος είναι άναρχη και χαρακτηρίζεται από συνεχή αγώνα για πλούτο και ισχύ μεταξύ ανεξάρτητων δρώντων. Οι πλέον σημαντικοί, όχι όμως και μοναδικοί, δρώντες του διεθνούς συστήματος είναι τα κράτη, τα οποία ελλείψει ιεραρχικής δομής και κεντρικής αρχής στο διεθνές σύστημα συμπεριφέρονται βάσει της αρχής της αυτοβοήθειας, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα της χρήσης βίας και αντιμετωπίζοντας τα άλλα κράτη ως εν δυνάμει απειλές.
Όπως και σε κάθε άλλο πολιτικό σύστημα, η σχέση μεταξύ δρώντων και συστήματος είναι αμφίδρομη: Οι βασικοί δρώντες του διεθνούς συστήματος (κράτη) στην προσπάθειά τους να προωθήσουν τα συμφέροντά τους δημιουργούν τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές του διεθνούς συστήματος, το οποίο με τη σειρά του επιδρά στη συμπεριφορά των δρώντων κρατών και την περιορίζει. Συνεπώς αν και το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, η ίδια η ύπαρξή του δημιουργεί κάποιους κανόνες που δεσμεύουν τους δρώντες. Οι δομές του συστήματος αντικατοπτρίζουν την κατανομή ισχύος ανάμεσα στους δρώντες, η οποία είναι κρίσιμο χαρακτηριστικό του συστήματος και αλλάζει λόγω της άνισης ανάπτυξης μεταξύ των κρατών- δρώντων. Ιστορικά παρουσιάζονται τρία σχήματα κατανομής ισχύος: (α) το ηγεμονικό (β) το διπολικό και (γ) το πολυπολικό.
Η ανακατανομή της ισχύος δρομολογεί σε μεγάλο βαθμό και την αλλαγή του συστήματος, αν και η τελευταία δεν επέρχεται αμέσως, λόγω της αδράνειας της προηγούμενης δομής. Ειδικότερα, η διαδικασία της αλλαγής περιγράφεται ως εξής: ένα διεθνές σύστημα βρίσκεται σε ισορροπία όταν κανένας βασικός δρων, με βάση υπολογισμούς κόστους – οφέλους, δεν θεωρεί συμφέρουσα την προσπάθεια αλλαγής του. Υπό αυτές τις συνθήκες το σύστημα παραμένει σταθερό και επιμέρους θέματα που ανακύπτουν ρυθμίζονται περίπου αυτόματα από τους κανόνες του. Λόγω όμως της άνισης ανάπτυξης των κρατών-δρώντων, η ισχύς ανακατανέμεται μεταξύ τους αναγκαστικά, με αποτέλεσμα η κατανομή της ισχύος τους να μη συμπίπτει πλέον με την προηγούμενη μορφή του συστήματος και να επαναπροσδιορίζονται οι επιδιώξεις τους. Εάν η ανακατανομή ισχύος φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε για ένα κράτος τα αναμενόμενα κέρδη από την αλλαγή του συστήματος να υπερβαίνουν το κόστος από την προσπάθεια αλλαγής, το κράτος αυτό πρέπει να αναμένεται ότι θα επιχειρήσει να αλλάξει το σύστημα μέσω εδαφικής, πολιτικής και οικονομικής επέκτασης, οπότε προκύπτει κρίση του συστήματος. Η επέκταση / αλλαγή θα γίνει είτε με ειρηνικές είτε, συνηθέστερα, με βίαιες διαδικασίες θα συνεχιστεί μέχρι το σημείο όπου το κόστος της συνέχισής της θα φτάσει να υπερβαίνει και πάλι τα κέρδη, οπότε επέρχεται η νέα ισορροπία του συστήματος που αντικατοπτρίζει τη νέα κατανομή ισχύος.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας εξειδικεύει το παραπάνω σχήμα, υποδεικνύοντας τους παράγοντες που επιδρούν στη λήψη της απόφασης του κράτους να επιδιώξει ή μη την αλλαγή, δηλ. στη στάθμιση μεταξύ προσδοκώμενου κόστους και οφέλους. Ως κρίσιμοι παράγοντες που επηρεάζουν αυτή την απόφαση του κράτους αναφέρονται οι μεταφορές και επικοινωνίες, η στρατιωτική τεχνολογία και πρωτίστως οι οικονομικές δυνατότητες. Όμως η στάθμιση των παραγόντων αυτών και γενικότερα της σχέσης κόστους και οφέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απολύτως ορθολογική, διότι υπεισέρχεται και η υποκειμενική στάθμισή τους από κάθε δρώντα (κράτος), με αποτέλεσμα την αβεβαιότητα ως προς τις αποφάσεις ή ακόμα και την εσφαλμένη στάθμιση που καταλήγει σε αποτυχίες.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναλύει τις επιμέρους φάσεις της διαδικασίας της αλλαγής, εξειδικεύοντας βάσει της ιστορικής εμπειρίας τη θέση ότι το κράτος που επιδιώκει την αλλαγή θα συνεχίσει την επέκτασή του μέχρις ότου το κόστος της περαιτέρω αλλαγής εξισωθεί και πάλι με το όφελος. Η διατήρηση του απαραίτητου οικονομικού πλεονάσματος, που επιτρέπει την κυριαρχία ενός κράτους στο Σύστημα, καθίσταται ολοένα δυσκολότερη, έως ότου η μείωσή του σημαίνει και την παύση της επέκτασης. Η αρχή αυτή έχει εφαρμογή τόσο σε προβιομηχανικά συστήματα παραγωγής (εδαφική επέκταση) όσο και στη βιομηχανική εποχή, όπου η επέκταση βασίζεται οικονομικά σε υπεροχή παραγωγής και τεχνολογίας. Με την παύση της επέκτασης επέρχεται η φάση της ισορροπίας, κατά την οποία η κυρίαρχη δύναμη αντιμετωπίζει το πρόβλημα του κόστους της διατήρησης του καθεστώτος, το οποίο τείνει να αυξάνεται ταχύτερα από την ικανότητά της να το χρηματοδοτήσει, ιδίως λόγω των αυξανόμενων δαπανών προστασίας και κατανάλωσης και της απώλειας της παραγωγικής και τεχνολογικής υπεροχής. Συνεπώς η νέα ηγεμονική δύναμη αρχίζει να υπονομεύεται με τη σειρά της και να αντιμετωπίζει την πρόκληση από ανερχόμενες δυνάμεις. Για να αντεπεξέλθει στην πρόκληση και να διατηρήσει την ηγεμονία οι πιθανές επιλογές της περιλαμβάνουν (α) την εξεύρεση περισσοτέρων πόρων η (β) τη μείωση του κόστους της κυριαρχίας της. Ως απόπειρα μείωσης του κόστους μπορεί να θεωρηθεί και ο κατευνασμός μιας ανερχόμενης δύναμης μέσω παραχωρήσεων, ο οποίος όμως εμπεριέχει το σοβαρό κίνδυνο να εκληφθεί ως σημείο αδυναμίας και να οδηγήσει σε αποθράσυνση των αντιπάλων. Αν τελικά η ηγεμονική δύναμη αποτύχει να διατηρήσει την ισορροπία του συστήματος, η νέα ισορροπία πιθανότατα θα προέλθει από έναν ηγεμονικό πόλεμο, δηλ. έναν πόλεμο με διακύβευμα την ίδια τη φύση του συστήματος, ο οποίος διεξάγεται με κάθε μέσο μεταξύ της/των κυρίαρχης/ων δυνάμεων και του/των διεκδικητή (ών).
O Gilpin θεωρεί ότι οι νεώτερες εξελίξεις (πυρηνικά όπλα, αλληλεξάρτηση σύγχρονων οικονομιών, «παγκόσμια κοινωνία») δεν αναιρούν τις διαχρονικές αυτές αρχές που διέπουν το διεθνές σύστημα: τα πυρηνικά όπλα κατέστησαν μεν την απειλή πολέμου σημαντικότερο εργαλείο πολιτικής από τον ίδιο τον πόλεμο, αλλά δεν εξαφάνισαν το ενδεχόμενο του ηγεμονικού πολέμου ούτε απέτρεψαν τους περιφερειακούς πολέμους. Η οικονομική αλληλεξάρτηση δεν αναιρεί τον ανταγωνισμό των συμφερόντων και τα επιχειρήματα περί «παγκόσμιας κοινωνίας» παραβλέπουν το φυλετικό, θρησκευτικό και κυρίως οικονομικό και παραγωγικό κατακερματισμό του κόσμου.
Συμπερασματικά, το διεθνές σύστημα παραμένει θεμελιωδώς άναρχο και χαρακτηριζόμενο από τον αγώνα των κρατών για ισχύ, κύρος και πλούτο, σε συνθήκες που μεταβάλλονται συνεχώς λόγω της άνισης ανάπτυξης των κρατών.
πηγήΥστερόγραφο: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το συλλογικό έργο Power, Order and Change in World Politics (2014), στο οποίο διακεκριμένοι διεθνολόγοι (υπό τον συντονισμό του “διαδόχου” του Gilpin στο Princeton, καθηγητή G. John Ikenberry) επαναπροσεγγίζουν τα διδάγματα του κλασικού War and Change in World Politics υπό το πρίσμα των σημερινών διεθνών συνθηκών.Από τα παλιότερα έργα του Gilpin, αξιοπρόσεκτο είναι το κλασικό US Power and the Multinational Corporation (1975) και ιδίως τα έργα του που αναφέρονται στην οικονομική πλευρά των διεθνών σχέσεων και έχουν μεταφραστεί και στην ελληνική γλώσσα:- Πολιτική Οικονομία των Διεθνών Σχέσεων (τ. α΄και β΄), εκδόσεις Gutenberg 2000 (The Political Economy of International Relations, 1987)- Η Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού, εκδόσεις Ποιότητα 2003 (The Challenge of Global Capitalism, 2000)- Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, εκδόσεις Ποιότητα 2003 (Global Political Economy: Understanding the International Economic Order, 2001)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου