Πεττεμερίδης Χαράλαμπος
Γεννήθηκε στο χωριό Καννάβια, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 21 Ιανουαρίου του 1934. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του. Αρχικά εργαζόταν ως τραπεζοκόμος στη Κερύνεια, ενώ αργότερα ως παντοπώλης στον Αμίαντο και ήταν παντρεμένος με την Ελένη Στυλιανού Πεττεμερίδη..
Από την αρχή του Αγώνα εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ, ενώ βρισκόταν στην Κερύνεια, όπου εργαζόταν το 1955, και συνέχισε την δράση του στην περιοχή Πιτσιλιάς-Σπηλιών-Αμιάντου. Δρούσε και συνεργαζόταν κρυφά με τους αντάρτες της περιοχής όπου και φιλοξενούσε στο σπίτι του, σε κρησφύγετο που είχε κατασκευάσει.
Ύστερα από προδοσία, τον Ιούνιο του 1958 συνελήφθη και κρατήθηκε για τριάντα πέντε μέρες στα ανακριτήρια των Πλατρών. Μετά την απόλυσή του, κατασκεύασε κρησφύγετο στο βουνό απέναντι από το χωριό του μαζί με καταζητούμενο συναγωνιστή του, στο οποίο έμεναν και άλλοι αντάρτες.
Έστησε ενέδρα εναντίον των Άγγλων τοποθετώντας νάρκη στο δρόμο, την οποία είχαν συνδέσει με όλμο που στερέωσαν σε δένδρο, στις 6 Οκτωβρίου του 1958, μαζί με τους αντάρτες της ομάδας του, στη τοποθεσία Μούττη του Σαράντι. Σκοπός τους ήταν να κτυπηθεί το αυτοκίνητο των Άγγλων, ενώ με την έκρηξη του όλμου να ακινητοποιηθούν όσα αυτοκίνητα θα το ακολουθούσαν.
Οι αντάρτες ήταν τέσσερις και στη κατοχή τους διέθεταν ακόμα ένα πιστόλι, ένα όπλο "μπρεν", ένα αυτόματο όπλο Μ3 και χειροβομβίδες. Κατά την επίθεσή τους, κτυπήθηκαν δυο αυτοκίνητα πλήρη στρατιωτών, τα οποία πλησίασαν τον τόπο της ενέδρας με σβησμένα τα φώτα.
Κατά την υποχώρηση ο Χαράλαμπος Πεττεμερίδης κτυπήθηκε θανάσιμα από στρατιώτες τρίτου αυτοκινήτου, που πλησίαζε και αυτό με σβησμένα τα φώτα, ενώ διασταύρωνε το δρόμο.
Η σορός του περισυλλέγη μαζί με τους σκοτωμένους και πληγωμένους Άγγλους στρατιώτες.
Στην κηδεία του η σύζυγός του, τραγική φιγούρα, τραγούδησε αυτοσχέδιους στίχους της, υμνώντας το λεβέντη σύζυγό της. Η ίδια, αργότερα συνέχισε την προσφορά της στον αγώνα μέχρι τέλους.
Ζάνου Σάββας
Γεννήθηκε στο χωριό Λευκόνοικο, της επαρχίας Αμμοχώστου, το 1922. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Εργαζόταν ως μηχανοδηγός, ήταν μέλος της πολιτοφυλακής Λευκονοίκου και ήταν παντρεμένος με την Άννα Ζάνου όπου είχαν και δύο παιδιά.
Στις 6 Οκτωβρίου του 1958, είχε επιβληθεί κατ’οίκον περιορισμός από τους Άγγλους, με αποτέλεσμα, ο Σάββας Ζάνος να μη καταφέρει να φτάσει στο τόπο εργασίας του, στη Μόρφου αλλά να επιστρέψει στο χωριό του. Ενημέρωσε τη γυναίκα του ότι οι άνδρες της ΕΟΚΑ, είχαν τοποθετήσει βόμβα εναντίον των Άγγλων στο δρόμο των Γουφών, η οποία όμως δεν εξερράγη και τους ενημέρωσε να την τοποθετήσουν στην τούρκικη συνοικία, απ’ όπου υπήρχε πιθανότητα να περάσουν. Ο Ζάνος ανησυχούσε για εκείνους και έφυγε βιαστικά από το σπίτι. Στη συνέχεια πήγε στο κουρείο και σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη, όταν ακούστηκε η έκρηξη σηκώθηκε και έφυγε μισοξυρισμένος. Κατά την επιστροφή του, πέρασε από το τόπο που έγινε η έκρηξη. Οι Άγγλοι στρατιώτες, τον συνέλαβαν και τον κατακρεούργησαν!
Η ατμόσφαιρα στη κηδεία του ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη, και τα συναισθήματα που επικρατούσαν, ήταν συναισθήματα εθνικής έξαρσης και θαυμασμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου