«Κύριε ο Θεός ημών το ευσεβές ημών έθνος τη δυνάμει σου κραταίωσαν, την νεότητα παιδαγώγησον, το γήρας περικράτησον, τούς ολιγόψυχους στήριξον, τούς πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη Αγία σου Εκκλησία, ην τη θεία σου χάριτι καλώςδιαφύλαξον...»
Υπάρχει μια λέξη, την οποία χρησιμοποιούμε σε καθημερινή βάση και βρίσκεται μόνο στο ελληνικό λεξιλόγιο. Είναι το φιλότιμο. Μια ψυχική διεργασία που δεν παραπέμπει μόνο στην ηθική. Αλλά δείχνει μια κοινωνική δυναμική σε θετική κατεύθυνση. Η Κύπρος σήμερα αλλά και ο Ελληνισμός γενικά βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Η χώρα μας αντιμετωπίζεται από Ευρωπαίους και μη σαν μια «πόρνη», όπου όλοι θέλουν να περάσουν ευχάριστα.
Ως χώρα χωρίς κανόνες, χωρίς ηθική, χωρίς οργάνωση, χωρίς αξιοκρατία, χωρίς πόρους, χωρίς «μπέσα». Είμαστε στα μάτια των ξένων κάτι μεταξύ «φτωχών διαβόλων» και «αμετανόητων κομπιναδόρων». Στα μάτια τα δικά μας, άραγε, τι είμαστε; «Απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων!», «Το "διαμάντι" στο "στέμμα" της Ευρώπης!». «Εκείνοι που δίδασκαν πολιτισμό, όταν οι άλλοι... έτρωγαν βαλανίδια!», θα σπεύσουν να ισχυριστούν κάποιοι από μας. Όλα αυτά καλά. Με μια διαφορά: Το να έχεις κάποιο αριστοκρατικό προνόμιο, εξαιτίας των προγόνων σου, σου δημιουργεί την ευθύνη και την υποχρέωση να το εκπροσωπείς με επάρκεια. Αυτό, όπως και να το αξιολογήσουμε, ως Νεοέλληνες Νεοκύπριοι, τις τελευταίες δεκαετίες δεν το πετυχαίνουμε. Μοιάζουμε, μάλιστα, σαν κάτι μεταξύ «βεδουίνου» και «κουρσάρου» στην καθημερινότητά μας. Απαίδευτοι, κυνικοί, βουλιμικοί, μηδενιστές, αποκαρδιωμένοι, εγωκεντρικοί, φοβικοί, αντικοινωνικοί, ισοπεδωτικοί, υπερχρεωμένοι, ταπεινωμένοι, χωρίς στόχους, χωρίς προορισμό.
Πως φτάσαμε εδώ; Ένα αριστοκρατικό έθνος χωρίς γλώσσα, χωρίς κουλτούρα, χωρίς εικονίσματα, χωρίς όνειρα; Ένα κράτος χωρίς οργάνωση, χωρίς δομή, φορτωμένο με χρέη; Ένας λαός χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς ηθική, χωρίς τάξη, χωρίς προσφορά; Μια πολιτεία «Μαυρογιαλούρων», «κοτζαμπάσηδων» και «δοσίλογων»; Μια οικογένεια χωρίς «εστία», ήθη και έθιμα, σεβασμό στους παλιούς, εμπιστοσύνη στους νέους, με μοναδικό της δεσμό τα χρέη στις τράπεζες και τις συνεργατικές. Μια αστική τάξη γεμάτη νεόπλουτους, εργολάβους αρπαγής των ονείρων και της ελπίδας, τοκογλύφους νεκροθάφτες της ανθρωπιάς και της αξιοπρέπειας. Πώς είναι δυνατόν να είχαμε μια τέτοια χυδαία εξέλιξη, σε όλα τα επίπεδα; Πρώτα φρόντισαν να μας υποδείξουν τις ανάγκες μας. Στη συνέχεια μας επέβαλαν με το γάντι τον τρόπο ζωής μας. Λάνσαραν την επιτυχία. Όπως, βέβαια, την εννοούσαν εκείνοι. Για να είσαι μέσα στα πράγματα χρειάζεται να διαθέτεις ένα συγκεκριμένο στυλ. Αυτό διαφημίζεται με ευκολία από την έγχρωμη εικόνα της τηλεόρασης. Με αυτόν το χαλαρό τρόπο, ο αθέατος μεγάλος αδελφός συνθλίβει με ευχάριστη διαφημιστική μουσική και πολύχρωμη εικονική πραγματικότητα, όλα τα μικρά του αδέλφια.
Μια μάζα ο κόσμος. Ένας όχλος ο λαός. Λίγη η σκέψη, μεγάλη η αμάθεια και πολυλογία. Υπέρμετρη η κατανάλωση. Μια αντίφαση άνευ προηγουμένου. Από τη μια κατάπιαμε την «καλημέρα» που λέγαμε αυθόρμητα στο γείτονα και από την άλλη κυκλοφορούμε με ένα κινητό τηλέφωνο κρεμασμένο στο αυτί. Κατά ένα μυστήριο, όμως, τρόπο αυξήσαμε την απομόνωση και τη μοναξιά μας. Με αυτά, και άλλα πολλά, φτάσαμε στο επίμαχο σημείο. Τέλος εποχής. Αυτά που ξέραμε δεν περνάνε πια. Η διαβρωμένη σκέψη έπιασε κόκαλο. Σωματοποιήθηκε σε ασθένεια. Εκδηλώθηκε σε έργα διαπλοκής. Σε απόγνωση. Κατά συνέπεια γίνεται αδιέξοδο που με πλήρη αστοχία παραδίνουμε στα παιδιά μας. Η γενιά μας δρα όπως η τραγική Μήδεια. Μια ολόκληρη κοινωνία σκοτώνει τα παιδιά της! Πνίγει το όνειρό τους. Απομακρύνει την ελπίδα. Μετρά τα ποσοστά της κατάθλιψής τους! Εξετάζει την πανδημία των ψυχοσωματικών νοσημάτων. Τη χρήση ουσιών, που κινούνται τάχα ως διά μαγείας στους κύκλους των νέων. Το δράμα διεξάγεται χωρίς εκπλήξεις. Η φυσική συνέπεια των πραγμάτων απαιτεί την αποπληρωμή του δανείου μιας ψεύτικης ζωής. Τα παιδιά μας κληρονομούν συντρίμμια. Η επαγγελματική τους σταδιοδρομία είναι κορεσμένη. Η αγορά στεγνή. Η χώρα χρεωμένη. Οι αξίες της ζωής σωριασμένες κάτω σαν χάρτινοι πύργοι. Άχρηστες πληροφορίες σκεπάζουν τη γνώση. Απουσία παιδείας. Η ένδεια γενικεύεται σε όλες τις εκφράσεις της ζωής. Ντύνει την ψυχή μας με ένα μαύρο σάβανο.
Οι δικαιολογίες πολλές. Μικροαστικές, επαρχιώτικες, αρχοντοχωριάτισσες, αυτοδημιούργητες. Η περίφημη ελληνική «μαγκιά»! Το εύκολο «γουστάρω», Η εμμονή στη χλιδή, χωρίς την οποιαδήποτε προσπάθεια. Ο Έλληνας αγαπά το μύθο. Τον Ηρακλή στο σταυροδρόμι της Αρετής και της Κακίας. Οι δύο κόσμοι σε έναν. Από τη μια, το φιλότιμο. Από την άλλη, η μαγκιά. Προτιμήσαμε τη μαγκιά. Βάλαμε φωτιά στην κοινότητά μας, στο Έθνος μας, στα ίδια μας τα σπίτια, την περιουσία μας. Σήμερα, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, υπερκαταναλωτικοί και χρεοκοπημένοι, δεν πρέπει να αναζητήσουμε την καταξίωση στους άλλους. Αλλά πρώτα σε μας. Της καταξίωσης προηγείται ο αυτοσεβασμός. Της πορείας, η θέληση. Της αλλαγής, η αυτοκριτική. Της μαγκιάς, το φιλότιμο. Το ερώτημα, ένα και μοναδικό: Πόσο θέλουμε στα αλήθεια να αλλάξουμε; Η απάντηση ακόμη απροσδιόριστη. Ο προβληματισμός, όμως, ορατός και έντονος. Η απόσταση από το στόχο μακριά. Δεν καλύπτεται με κούρσες ταχύτητας. Ούτε, φυσικά, σε εκατό ημέρες. Χρειάζεται μαραθώνιος, με τη συμμετοχή των πολλών και όχι... των άλλων. Το αποτέλεσμα, φυσικά, θα μας αφορά όλους.
Η κοινωνία μας, ως άλλη Μήδεια, σκοτώνει τα παιδιά της. Πόλεμος, εν ειρήνη. Το κοινωνικό οικοδόμημα σείεται εκ θεμελίων. Όποιος αντέξει. Και θα αντέξει εκείνος που από πολύ πριν φρόντισε να είναι ένας φτωχός - πλούσιος. Εκείνος που τη ζωή του την κράτησε μακριά από την Κίρκη. Προφυλαγμένη από τις εξωτερικές σειρήνες. Κρατήθηκε παλικάρι «ντεμοντέ»! Έξω από μόδα και συρμούς. Έξω από τα πολλά και εφήμερα. Σταθερός. Με πίστη στην ποιότητα ζωής. Αυτά τα παλιομοδίτικα παλικάρια είναι λίγα, έως ελάχιστα. Όμως, υπάρχουν. Ναι, υπάρχουν. Οι λίγοι κι εκλεκτοί. Εκείνοι που λειτουργούν ως αντιστάθμισμα στον όλεθρο της Μήδειας.
Ντίνος Ορφανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου