Μετά την χρεοκοπία του 1932 επί Ελευθερίου Βενιζέλου και την παύση πληρωμών στο εξωτερικό, η Ελληνική οικονομία εισήλθε σε μια σημαντική τροχιά ανάκαμψης. Η ανάκαμψη αυτή στηρίχθηκε στην άνοδο των εξαγωγών των Ελληνικών καπνών (κυρίως στην Γερμανία), χάρις
και σε μια σειρά ευεργετικών μέτρων των κυβερνήσεων Τσαλδάρη υπέρ των καπνοπαραγωγών, στην ανάκαμψη της εγχώριας γεωργικής παραγωγής και μεταποίησης (κάτι που συνέβη λόγω της υποτίμησης της δραχμής και της συνακόλουθης μείωσης των εισαγωγών), ενώ ιδιαιτέρως θετικό για την Χώρα σε εκείνη την χρονική στιγμή, ήταν και ο σημαντικός περιορισμός των πληρωμών για τόκους του εξωτερικού χρέους. Ο περιορισμός αυτός επέτρεψε στις κυβερνήσεις του Λαϊκού Κόμματος των ετών 1932-1935 να μην περικόψουν (πλην των δημοσίων έργων) καμία άλλη βασική δαπάνη του κράτους (άμυνα, συντάξεις, Παιδεία, οδοποιία), ενώ κράτησαν σταθερά υψηλή την εξυπηρέτηση του δημόσιου εσωτερικού χρέους, ώστε να αποφευχθούν αναταράξεις.
Εδώ πιστεύω αξίζει να αναφέρουμε ονομαστικά (τόσο για Ιστορικούς λόγους, όσο και για λόγους δικαιοσύνης) όσους απάρτιζαν το οικονομικό επιτελείο που κατάφερε να αναστρέψει την τότε ιδιαιτέρως αρνητική συγκυρία για την Ελληνική οικονομία βάζοντας τις βάσεις για την σταδιακή ανάκαμψή της: Παναγής Τσαλδάρης (Πρωθυπουργός), Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, Γεώργιος Πεσμαζόγλου και Σπύρος Λοβέρδος (Υπουργοί Οικονομικών), Εμμανουήλ Τσουδερός (Διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος), Αλέξανδρος Κορυζής (Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος), και Δημήτριος Μάξιμος (Υπουργός Εξωτερικών, σύμβουλος επί οικονομικών θεμάτων και Γερουσιαστής).
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε την διακυβέρνηση της Χώρας με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4η Αυγούστου το 1936, είχε ως βασική του προτεραιότητα την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοβρετανικών σχέσεων. Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα των σχέσεων αυτών ήταν η αναδιάρθρωση του Ελληνικού εξωτερικού χρέους που αφορούσε άμεσα τους Άγγλους ομολογιούχους που κατείχαν το 65% του χρέους αυτού. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις ως το 1936 είχαν πληρώσει κατά έτος από 27%-35% των προβλεπόμενων τόκων, αρνούμενες κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση και ανθιστάμενες στις ισχυρές αγγλικές διπλωματικές πιέσεις. Ο Μεταξάς αποφάσισε στις 20 Αυγούστου να αυξήσει τις πληρωμές αυτές σε 40% των τόκων για τα έτη 1936-1937, επιτυγχάνοντας μια σημαντική και δύσκολη συμφωνία με τους Βρετανούς ομολογιούχους, ικανοποιώντας έτσι και την αγγλική κυβέρνηση κάτι που αποτελούσε τον πρώτιστο στόχο του.
Το ζήτημα του Ελληνικού εξωτερικού χρέους ανακινήθηκε εκ νέου την άνοιξη του 1937, όταν έληξε η σχετική συμφωνία του 1936. Οι ξένοι ομολογιούχοι (Council of foreign bond holders) πίεσαν το Foreign Office να επέμβει στον Μεταξά και να εξασφαλίσει αύξηση του ποσού στο 50% των τόκων. Ο Μεταξάς όμως αρνήθηκε κάθε νέα διαπραγμάτευση απειλώντας με παραίτηση τον Βασιλιά Γεώργιο που του ζήτησε να υποχωρήσει περαιτέρω ικανοποιώντας τους Άγγλους. Σε επιστολή του στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Σιμόπουλο, ο Μέταξας έγραφε οτι ήταν αποφασισμένος να μην υποχωρήσει στις ορέξεις των Βρετανών ομολογιούχων υπό οποιοδήποτε κόστος.
Τον Αύγουστο του 1937 η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε αντιπροσωπεία στο Λονδίνο για τη διαπραγμάτευση μιας νέας συμφωνίας χωρίς να υπάρχουν προκαθορισμένα ποσοστά. Οι δύο πλευρές
όμως τήρησαν ανυποχώρητη στάση εμμένοντας στις αρχικές τους θέσεις με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί συμφωνία και να ξεσπάσει μια σκληρή δυσφημιστική για την Ελλάδα εκστρατεία στον Βρετανικό τύπο. Τόσο ο Γεώργιος όσο και ο Μεταξάς διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον Άγγλο πρέσβη Waterlow και εξέφρασαν την έντονη δυσφορία τους για την αντιμετώπιση αυτή. Η βρετανική κυβέρνηση έσπευσε να ικανοποιήσει τους Έλληνες επεμβαίνοντας διακριτικά στον βρετανικό Τύπο ώστε να κοπάσει ο σάλος. Σύμφωνα με την αλληλογραφία του Foreign Office οι Βρετανοί θεωρούσαν τα αιτήματα των ομολογιούχων εντελώς παράλογα για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, ενώ θεωρούσαν οτι ήδη ο Μεταξάς είχε φτάσει στο μέγιστο των παραχωρήσεων που του ήταν εφικτό να κάνει.
Προφανώς, η τότε εποχή με την σημερινή είναι διαφορετικές όπως και διαφορετικό είναι και το μέγεθος των προβλημάτων (όχι πάντως η φύση τους), οπότε ο απόλυτος παραλληλισμός δεν θα ήταν σωστός. Από την σύντομη αυτή ιστορική αφήγηση πρέπει να κρατήσουμε ότι ένα κράτος ακόμη και όταν πτωχεύει, δεν "πεθαίνει" δεν παραιτείται από την προσπάθεια, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί, να ενθαρρύνει ή ακόμη και να εφευρίσκει τρόπους ανάκαμψης, συνεχίζει να μάχεται και κυρίως να ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΑΙ όχι με ψοφοδεησμό αλλά με το σθένος που του υπαγορεύουν οι εκάστοτε κρίσιμες περιστάσεις. Καλό είναι αυτό να το εφαρμόσουν οι κυβερνώντες όταν ξανασυναντηθούν με τους πιστωτές μας....
Ι. Β. Δ.
Από τα ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Παναγής Τσαλδάρης |
Εδώ πιστεύω αξίζει να αναφέρουμε ονομαστικά (τόσο για Ιστορικούς λόγους, όσο και για λόγους δικαιοσύνης) όσους απάρτιζαν το οικονομικό επιτελείο που κατάφερε να αναστρέψει την τότε ιδιαιτέρως αρνητική συγκυρία για την Ελληνική οικονομία βάζοντας τις βάσεις για την σταδιακή ανάκαμψή της: Παναγής Τσαλδάρης (Πρωθυπουργός), Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, Γεώργιος Πεσμαζόγλου και Σπύρος Λοβέρδος (Υπουργοί Οικονομικών), Εμμανουήλ Τσουδερός (Διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος), Αλέξανδρος Κορυζής (Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος), και Δημήτριος Μάξιμος (Υπουργός Εξωτερικών, σύμβουλος επί οικονομικών θεμάτων και Γερουσιαστής).
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε την διακυβέρνηση της Χώρας με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4η Αυγούστου το 1936, είχε ως βασική του προτεραιότητα την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοβρετανικών σχέσεων. Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα των σχέσεων αυτών ήταν η αναδιάρθρωση του Ελληνικού εξωτερικού χρέους που αφορούσε άμεσα τους Άγγλους ομολογιούχους που κατείχαν το 65% του χρέους αυτού. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις ως το 1936 είχαν πληρώσει κατά έτος από 27%-35% των προβλεπόμενων τόκων, αρνούμενες κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση και ανθιστάμενες στις ισχυρές αγγλικές διπλωματικές πιέσεις. Ο Μεταξάς αποφάσισε στις 20 Αυγούστου να αυξήσει τις πληρωμές αυτές σε 40% των τόκων για τα έτη 1936-1937, επιτυγχάνοντας μια σημαντική και δύσκολη συμφωνία με τους Βρετανούς ομολογιούχους, ικανοποιώντας έτσι και την αγγλική κυβέρνηση κάτι που αποτελούσε τον πρώτιστο στόχο του.
Το ζήτημα του Ελληνικού εξωτερικού χρέους ανακινήθηκε εκ νέου την άνοιξη του 1937, όταν έληξε η σχετική συμφωνία του 1936. Οι ξένοι ομολογιούχοι (Council of foreign bond holders) πίεσαν το Foreign Office να επέμβει στον Μεταξά και να εξασφαλίσει αύξηση του ποσού στο 50% των τόκων. Ο Μεταξάς όμως αρνήθηκε κάθε νέα διαπραγμάτευση απειλώντας με παραίτηση τον Βασιλιά Γεώργιο που του ζήτησε να υποχωρήσει περαιτέρω ικανοποιώντας τους Άγγλους. Σε επιστολή του στον Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Σιμόπουλο, ο Μέταξας έγραφε οτι ήταν αποφασισμένος να μην υποχωρήσει στις ορέξεις των Βρετανών ομολογιούχων υπό οποιοδήποτε κόστος.
Τον Αύγουστο του 1937 η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε αντιπροσωπεία στο Λονδίνο για τη διαπραγμάτευση μιας νέας συμφωνίας χωρίς να υπάρχουν προκαθορισμένα ποσοστά. Οι δύο πλευρές
Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ |
Προφανώς, η τότε εποχή με την σημερινή είναι διαφορετικές όπως και διαφορετικό είναι και το μέγεθος των προβλημάτων (όχι πάντως η φύση τους), οπότε ο απόλυτος παραλληλισμός δεν θα ήταν σωστός. Από την σύντομη αυτή ιστορική αφήγηση πρέπει να κρατήσουμε ότι ένα κράτος ακόμη και όταν πτωχεύει, δεν "πεθαίνει" δεν παραιτείται από την προσπάθεια, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί, να ενθαρρύνει ή ακόμη και να εφευρίσκει τρόπους ανάκαμψης, συνεχίζει να μάχεται και κυρίως να ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΑΙ όχι με ψοφοδεησμό αλλά με το σθένος που του υπαγορεύουν οι εκάστοτε κρίσιμες περιστάσεις. Καλό είναι αυτό να το εφαρμόσουν οι κυβερνώντες όταν ξανασυναντηθούν με τους πιστωτές μας....
Ι. Β. Δ.
Από τα ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου