Μετά το σημείωμα για τη δομή των μειζόνων σχηματισμών του ΕΣ στο πλαίσιο μιας αναδιοργάνωσης, το θέμα που επανέρχεται πιο επίμονα είναι αυτό της δομής των Ειδικών Δυνάμεων του ΕΣ, όχι κατ’ ανάγκην γιατί είναι το πιο σημαντικό, αλλά γιατί εμπλέκει ένα δημοφιλές κι εντυπωσιακό τμήμα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Όπως και σε άλλα στρατιωτικά προβλήματα, η δομή των “Ειδικών Δυνάμεων” του ΕΣ δεν είναι ένα μεμονωμένο πρόβλημα, αλλά διαπλέκεται με άλλα προβλήματα της οργάνωσης και της λειτουργίας του οργανισμού του, και δε μπορεί να λυθεί ανεξάρτητα από αυτά. Για το λόγο αυτό, το σημείωμα που ακολουθεί δεν αφορά απλώς την πρόταση για τη δομή των “Ειδικών Δυνάμεων” αλλά και ορισμένα άλλα βασικά προβλήματα που σχετίζονται με αυτές.
Προκαταρκτικές Παρατηρήσεις
Επίλεκτες Δυνάμεις και Ειδικές Δυνάμεις
Μία από τις βασικές αιτίες απώλειας ταυτότητας και, τελικά, απαξίωσης των Ελληνικών “Ειδικών Δυνάμεων” είναι η βασική σύγχυση που υφίσταται στον ΕΣ ανάμεσα στις ειδικές δυνάμεις και τις επίλεκτες δυνάμεις (κυρίως) ελαφρού πεζικού.
Είναι μια βασική διάκριση η οποία έχει προκύψει τόσο ιστορικά όσο και πρακτικά από τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του σύγχρονου (και όχι μόνον) πολέμου. Αν και η διαφορά αυτή είναι σαφώς διαμορφωμένη ήδη με τη λήξη του Β’ ΠΠ και έχει διανύσει μεγάλη διαδρομή από τότε, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60, στον ΕΣ παραμένει σκόπιμα ασαφής. Για τη σύγχυση αυτή υπάρχουν αρκετοί λόγοι, όμως η βαθύτερη αιτία φαίνεται να είναι η άρνηση των περισσοτέρων αξιωματικών των ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων (δηλαδή του επίλεκτου ελαφρού πεζικού) να αναγνωρίσει τη διαφορά αυτή για λόγους γοήτρου. Η αναγνώριση του ιδιαίτερου χαρακτήρα των πραγματικών Ειδικών Δυνάμεων – που αυτομάτως θέτει την απαίτηση και για διαφορετικά κριτήρια επιλογής και για πολύ μικρότερο αριθμό στελεχών – γίνεται αντιληπτή ως απειλή για τη συμμετοχή σε ένα σύνολο που περιβάλλεται από την αχλή του θρύλου και από τη φήμη υπεράνθρωπων ικανοτήτων. Αντιθέτως, ο χαρακτηρισμός δυνάμεων ελαφρού πεζικού ως “επιλέκτων” ακούγεται, σε αντιδιαστολή, ως υποτιμητικός, ή εν πάση περιπτώσει συγκριτικά “λίγος” και πρακτικά εξομοίωση με το “απλό” πεζικό, από το οποίο οι περισσότεροι αξιωματικοί επιδιώκουν να διαφοροποιηθούν με την ένταξή τους στις Ειδικές Δυνάμεις. Πρόκειται για αντίληψη που μαρτυρά ανασφάλεια, που δεν ανταποκρίνεται ούτε στα πράγματα ούτε στις απαιτήσεις επαγγελματισμού που απαιτούνται από έναν σοβαρό στρατό και που υποτιμά τόσο την επιχειρησιακή σημασία όσο και την αίγλη των επίλεκτων δυνάμεων. Η στάση αυτή φαίνεται να αγνοεί το διακριτό και βασικό ρόλο του επίλεκτου πεζικού στις πολεμικές επιχειρήσεις και του κύρους που αυτές του έχουν προσδώσει. Η αντίληψη αυτή υποτιμά επίσης (ή αγνοεί) την προσαρμογή των επιλέκτων δυνάμεων κάθε χώρας στις ιδιαίτερες επιχειρησιακές απαιτήσεις της χώρας και κάθε στρατού.
Για τους λόγους αυτούς, στο παρόν κείμενο, εφεξής η αναφορά στις υπάρχουσες “Ειδικές Δυνάμεις” του ΕΣ θα γίνεται με τον όρο “Επίλεκτες Δυνάμεις”, που είναι ακριβέστερος, με εξαίρεση συγκεκριμένα και γνωστά μικρά τμήματα των όντως ειδικών δυνάμεων.
Περί υπαγωγής των Επιλέκτων Δυνάμεων
Ένα θέμα που συνήθως τίθεται στο πλαίσιο της συζήτησης για τη δομή των επίλεκτων δυνάμεων είναι η κοινή υπαγωγή των δύο ή τριών ταξιαρχιών που αυτές συγκροτούν σε μία κοινή διοίκηση, κατά το πρότυπο της ΙΙΙ Μεραρχίας Ειδικών Δυνάμεων που υπήρχε μέχρι το 1988. Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι η ενότητα της διοίκησης, και μάλιστα από (υπο)στράτηγο, θα επανέφερε το πνεύμα του επίλεκτου κι επιχειρησιακά εξειδικευμένου τμήματος του ΕΣ, το οποίο αποσαθρώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες.
Η θέση αυτή είναι λανθασμένη και η υιοθέτησή της δεν πρόκειται να προσθέσει οτιδήποτε στην ποιότητα και τις δυνατότητες των επιλέκτων δυνάμεων, ενώ αντίθετα αγνοεί τις πραγματικές πηγές των προβλημάτων που, όντως, υπάρχουν.
Μία μεραρχία είναι ένας επιχειρησιακός σχηματισμός, και συγκροτείται όταν υπάρχει ανάγκη ή πρόθεση επιχειρησιακής εμπλοκής ενός όγκου δυνάμεων που χρειάζεται
- ενιαία επιχειρησιακή διοίκηση και στενό συντονισμό, και
- διάθεση από κοινού (και κατά την κρίση του επικεφαλής) κοινών μεραρχιακών πόρων: πυροβολικό, μηχανικό, διαβιβάσεις, διοικητική μέριμνα, αεροπορικά μέσα. Όμως, στην περίπτωση των επιλέκτων σχηματισμών, δεν προβλέπεται σε κάποιο ρεαλιστικό σενάριο η από κοινού δράση τους, ως ενιαίο σύνολο. Ακόμη και στην περίπτωση που το σύνολο των επιλέκτων δυνάμεων διατεθεί στον ίδιο μείζονα σχηματισμό, οι ταξιαρχίες δεν πρόκειται να αναλάβουν κοινή μεταξύ τους ενέργεια, και μάλιστα ευκρινώς διαχωρισμένη από τις άλλες δυνάμεις, ώστε να έχει νόημα η επιχειρησιακή τους διοίκηση ως μεραρχία. Το πιθανότερο (και πλέον σκόπιμο) είναι, λόγω ακριβώς του εξειδικευμένου επιχειρησιακού τους χαρακτήρα, να διατεθούν κατά ταξιαρχία (ή και πιο διασπασμένες) σε ειδικότερους αντικειμενικούς σκοπούς που απαιτούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.
Αναμένεται επίσης ότι η διοίκηση «από στρατηγό» (δηλαδή από υποστράτηγο), με το κύρος που την περιβάλλει, θα επαναφέρει το πνεύμα επιλέκτου σχηματισμού που έχει ατονήσει. Το σκεπτικό αυτό εμπεριέχει δύο λάθη:
- Οι ταξιαρχίες των επιλέκτων δυνάμεων διοικούνται από ταξιάρχους. Ο ταξίαρχος είναι, ήδη, ανώτατος αξιωματικός, δηλαδή στρατηγός. Η ιδέα ότι η διοίκηση από αξιωματικό κατά ένα βαθμό αρχαιότερο θα έχει κάποια ουσιώδη επίδραση στην ποιότητα των επιλέκτων δυνάμεων φανερώνει και ψευδαισθήσεις περί του ρόλου του ίδιου του βαθμού, και άγνοια περί των παραγόντων που πραγματικά διαμορφώνουν την ποιότητα του σχηματισμού, και αδικαιολόγητη έλλειψη εμπιστοσύνης σε οριακά, μόνον, νεώτερους αξιωματικούς, απλώς και μόνον επειδή είναι νεώτεροι. Είναι άστοχο να θεωρεί κανείς ότι ένας ταξίαρχος που δε μπορεί να επιβάλει το απαιτούμενο πνεύμα στην ταξιαρχία που διοικεί θα μπορέσει να το κάνει αυτό στην μεραρχία του τρία-τέσσερα χρόνια αργότερα, όπως είναι επίσης άστοχο να θεωρεί κανείς ότι θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στο ΓΕΣ ο λόγος ενός υποστρατήγου απ΄ ότι έχει ο λόγος ενός ταξιάρχου, με αποτέλεσμα να προασπίζει καλύτερα τη θέση του σχηματισμού του. Όσο το Α.Σ.Σ. πάσχει από αρτηριοσκλήρυνση, αγνοεί εξ ίσου άνετα, απερίσκεπτα και αδικαιολόγητα και ταξιάρχους και υποστρατήγους.
- Κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για την διαμόρφωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα των επιλέκτων δυνάμεων είναι, σε οργανωτικό επίπεδο, η Διεύθυνση Ειδικών Δυνάμεων. Αυτός είναι ο οργανωτικός υπεύθυνος για τα βασικά που χαρακτηρίζουν και διαμορφώνουν τις επίλεκτες δυνάμεις ως τέτοιες: διαμόρφωση δόγματος, απορρόφηση δόγματος και διδαγμάτων από τις πολεμικές συγκρούσεις, διεθνείς συνεργασίες και συνεκπαιδεύσεις, διαμόρφωση διαδικασιών για την επιλογή ανθρώπινου δυναμικού και υλοποίηση του, κι εν συνεχεία διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού. Αν, για διαφόρους λόγους η ΔΕΔ (όπως και οι περισσότερες Διευθύνσεις) έχει ατονήσει στον έργο της – κι αυτοί οι λόγοι είναι που έχουν σημασία – κι έχει καταστεί απλώς ένα όργανο για τον ορισμό τοποθετήσεων και μεταθέσεων, τότε το πρόβλημα δε λύνεται με την συγκρότηση μεραρχίας. Η μεραρχία, όσο καλή και να είναι, δε δύναται να υποκαταστήσει τη διεύθυνση στο ρόλο της, γιατί απλούστατα δεν έχει αυτή την αποστολή, ούτε και τα μέσα. Το επιτελείο μιας μεραρχίας δεν είναι προσανατολισμένο για να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις και τη διεθνή εμπειρία (σύγχρονη αλλά και παλαιότερη), δεν επεξεργάζεται δόγμα με δοκιμές, δεν συντάσσει μελέτες, δε συλλέγει πληροφορίες για τεχνικά θέματα. Πολύ περισσότερο, δε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο για διαφορετικές κι εξειδικευμένες ταξιαρχίες και είδη επιχειρήσεων (αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις, αμφίβιες, ορεινός αγώνας κ.α.). Το επιτελείο μιας μεραρχίας έχει ρόλο στην κάθετη δομή του οργανισμού, και οι επίλεκτες δυνάμεις του ΕΣ (όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα όπλα και σώματα) πάσχουν στην οριζόντια διαχείρισή τους. Το ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της δυναμικής λειτουργίας της Διεύθυνσης, κι αυτό δεν είναι, μόνον, ή και κυρίως, οργανωτικό θέμα, αλλά και θέμα επιλογής συγκεκριμένων προσώπων. Μικρή επαφή με το χώρο επιβεβαιώνει ότι υπήρξαν διευθυντές επί των οποίων η Διεύθυνση απέδιδε περισσότερο, ίσως όχι πάντα γιατί ο συγκεκριμένος Διευθυντής ήταν καθ’ όλα “καλύτερος” από προηγουμένους κι επομένους ομολόγους του, αλλά επειδή αντιλαμβανόταν και διαχειριζόταν καλύτερα το συγκεκριμένο ρόλο. Έχει, μάλιστα, συμβεί, επί αδιάφορων (αλλά όχι αρνητικών σε όλα) διευθυντών η ΔΕΔ να αποδίδει πολύ καλύτερα, ακριβώς επειδή η αδιαφορία έδινε περιθώριο πρωτοβουλίας σε νεώτερους αξιωματικούς, με επαγγελματικό ζήλο και παραστάσεις από σύγχρονες πρακτικές, να εισηγηθούν και να επιβάλουν σύγχρονες αντιλήψεις.
Η ιστορική τάση των καταδρομέων, ήδη από τον Εμφύλιο, αλλά και καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, για συγκεντρωτική διοίκηση των δυνάμεών τους είχε το εξής νόημα: σε έναν – τότε – μεγάλο στρατό, συγκροτημένο σε μεραρχίες, οι δυνάμεις των καταδρομών ήταν συγκροτημένες σε μονάδες (μοίρες ή συντάγματα – “τακτικές διοικήσεις”) οι οποίες δεν ενεργούσαν ως ειδικές δυνάμεις αλλά ως δυνάμεις ελαφρού πεζικού στο πλαίσιο τακτικών επιχειρήσεων, υπαγόμενες στους σχηματισμούς του απλού πεζικού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την τάση να “χάνονται” οι ανεξάρτητες αλλά μικρές μονάδες μέσα σε αλλότριους σχηματισμούς, τόσο σε επιχειρησιακό επίπεδο (κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου οι Καταδρομείς απέδωσαν τα μέγιστα όταν έδρασαν συγκεντρωτικά, προϊόντος του πολέμου) και ενείχε τον κίνδυνο να μην χρησιμοποιούνται σωστά από τις προϊστάμενες διοικήσεις, παρ’ όλο που τότε ο ρόλος τους, εν πολλοίς, ήταν συχνά υποβοηθητικός των μεγάλων σχηματισμών
Ο “κίνδυνος” αυτός έχει, πλέον, εκλείψει: Αφ’ ενός η μεραρχία σαν οργανικός σχηματισμός του ΕΣ έχει καταργηθεί και έχει αντικατασταθεί από την ταξιαρχία, αφ’ ετέρου οι ίδιες οι επίλεκτες δυνάμεις έχουν – ορθώς – λάβει σχηματισμούς ταξιαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι ούτως ή άλλως, στα πλαίσια των μειζόνων σχηματισμών, οι ελαφρές δυνάμεις έχουν επιχειρησιακή και οργανωτική αυτονομία, η οποία δεν ενισχύεται σε τίποτα από τη συγκρότηση μεραρχίας. Είναι γεγονός ότι η διάλυση της ΙΙΙ ΜΕΔ υπήρξε, με τα δεδομένα της εποχής, σοβαρότατο λάθος (που είχε τη ρίζα του σε λόγους μη στρατιωτικούς…), το οποίο παροξύνθηκε από τον τελείως ανορθόλογη υπαγωγή των συνιστωσών μονάδων: 32α Ταξιαρχία Πεζοναυτών στην… Στρατιά, 2ο ΣΑΛ στην ΑΣΔΕΝ, 1ο ΣΚΔ στο Γ’ ΣΣ και 13ο ΣΑΚ απ’ ευθείας στη ΔΕΔ (δηλαδή, κατά βάσιν με κριτήριο τη γεωγραφική έδρα της διοίκησης…). Όμως οι συνθήκες για την ανασυγκρότηση της ΙΙΙ ΜΕΔ ή παρεμφερούς σχηματισμού έχουν εκλείψει σήμερα.
Συνεπώς, αν πρόκειται να αναζωογονηθούν οι επίλεκτες δυνάμεις του ΕΣ, θα πρέπει, μεταξύ των άλλων, να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη λειτουργία της Διεύθυνσης Ειδικών Δυνάμεων, καθώς και σε κεντρικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης δόγματος και εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, και μόνον: είναι σημαντικό να αξιοποιείται και να μην καταπνίγεται η δημιουργικότητα και η εμπειρία νέων στελεχών τα οποία παρακολουθούν τις εξελίξεις του χώρου τους, από παλαιά, αρτηριοσκληρωτικά στελέχη που παραμένουν προσκολλημένα σε πρότυπα λειτουργίας του Β’ ΠΠ. Καμία οργανωτική αλλαγή δεν πρόκειται να επιτύχει κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου