«ΤΡΕΙΣ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΒΡΑΪΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ» – 1938:
“..Στην Ιταλία το «Εβραϊκό Ζήτημα» δεν είναι πολύ αισθητό, με εξαίρεση ότι αφορά σε άλλες χώρες και περισσότερο στις γερμανικές χώρες, όπου όπως όλοι γνωρίζουν, αυτό το ζήτημα προξενεί σήμερα βαθιές αντιθέσεις στο ιδεολογικό πεδίο, αλλά επίσης στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο.
Οι τελευταίοι πρόσφατοι νόμοι στην Γερμανία (εμπνευσμένοι από τον Γκαίριγκ) καταδεικνύουν το ακραίο αποτέλεσμα αυτών των τάσεων (απαγορεύεται όχι μόνον ο γάμος μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων, αλλά ακόμη και η ίδια η συγκατοίκησή τους τέθηκε σε απαγόρευση, ενώ οι Εβραίοι ή και όποιοι ήσαν ήδη έγγαμοι με Εβραίους αποκλείονται απόλυτα από οποιαδήποτε οργανισμό του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους).
Το Εβραϊκό Ζήτημα έχει αρκετές πολύ παλαιές και επίσης μερικές φορές αινιγματικές καταβολές. Ο αντισημιτισμός είναι ένα δρώμενο που συνόδεψε σχεδόν όλες τις φάσεις της δυτικής ιστορίας. Οπότε μία εκτίμηση του Εβραϊκού Ζητήματος για την Ιταλία (πέραν εκείνης λόγω περιέργειας), δεν στερείται ενδιαφέροντος. Μάλιστα το γεγονός ότι στην Ιταλία δεν είναι παρούσες εκείνες οι ειδικές περιστάσεις οι οποίες έχουν προκαλέσει τις πλέον άμεσες και άκαμπτες μορφές του αντισημιτισμού, επιτρέπει να εκτιμηθεί το προαναφερόμενο ζήτημα με μεγαλύτερη ηρεμία και μεγαλύτερη αντικειμενικότητα.
Ως συμπερασματική κρίση λέμε εν συντομία ότι, σήμερα ο αντισημιτισμός χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μιας πραγματικά γενικής άποψης των αναγκαίων δογματικών και ιστορικών προϋποθέσεων, ώστε να είναι αληθινά ικανός να δικαιολογήσει τις πρακτικές κοινωνικές και πολιτικές αντισημιτικές στάσεις, ακολουθώντας μια συμπερασματική διαδικασία. Σε ότι μας αφορά θεωρούμε πως ένας αντισημιτισμός δεν στερείται λόγο ύπαρξης, όμως η αδυναμία και η σύγχυση των παρεχομένων κυριάρχων επιχειρημάτων των αντισημιτών, μαζί με το βίαιο επιμέρους πνεύμα τους, καταλήγουν να προξενούν το αντίθετο αποτέλεσμα, εγείροντας την υποψία σε κάθε ουδέτερο παρατηρητή ότι, όλα τους ανάγονται σε μονόπλευρες στάσεις και κατευθυνόμενες υπαγορεύσεις, αντί σε αληθινές αρχές οι οποίες ενέχουν εφαρμόσιμα πρακτικά ενδιαφέροντα.
Έτσι, σ’ αυτές μας τις σημειώσεις προτείνουμε την διαδικασία μιας λεπτομερούς εξέτασης των αληθινών λόγων μέσω των οποίων μπορεί να υποστηριχθεί μια αντισημιτική τοποθέτηση. Σημειώνεται ότι εφόσον σήμερα υφίσταται (με έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τρόπο) ένας εβραϊκός κίνδυνος στο χρηματοοικονομικό πεδίο και στην οικονομία γενικότερα, υπάρχει επίσης ένας εβραϊκός κίνδυνος στο πεδίο της ηθικής, καθώς τελικά και σε εκείνα της πνευματικότητας, της θρησκείας, της κοσμοθεώρησης, δηλαδή σε όλα εκείνα των πεδία που συνδέονται με τον σημιτισμό και πρωτίστως με τους Εβραίους, αποκτώντας έναν ξεχωριστό αποτρόπαιο χαρακτήρα για τους άλλους λαούς της λευκής φυλής. Συνεπώς θα εξετάσουμε το ζήτημα ολοκληρωτικά στις τρεις πτυχές του και θα τις παραθέσουμε σε διαδοχικά κείμενα : πρώτον την πνευματική ή θρησκευτική, δεύτερον την ηθικοπολιτιστική και τελικά την οικονομικοκοινωνική και πολιτική. Τα σημεία αναφοράς θα μας παρασχεθούν φυσικά από τους Γερμανούς συγγραφείς, περισσότερο εξειδικευμένους στο θέμα αυτό και πιο χαρακτηριστικούς για τον «μύθο» τον οποίο υποστηρίζουν. Όμως θα προσπαθήσουμε να επανεκτιμήσουμε όλα αυτά με τον πλέον απρόσωπο πιθανό τρόπο, εξαιρώντας κάθε στοιχείο το οποίο στερείται την ικανότητα να αναχθεί στο σχέδιο ενός καθαρού δόγματος.
Υπάρχει εν γένει μια κοσμοθεώρηση, μια θεώρηση της ζωής και του «ιερού» ειδικά σημιτική ; Αυτό είναι το θεμελιώδες σημείο. Όπως όλοι γνωρίζουν, η λέξη «σημιτικός» επάγει μιαν ευρύτερη έννοια σε σχέση με την απλούστερη λέξη «εβραϊκός» και αυτήν θα χρησιμοποιήσουμε με πρόθεση εδώ. Πιστεύουμε πράγματι ότι το καθ’ εαυτό εβραϊκό στοιχείο δεν μπορεί να διαχωριστεί ξεκάθαρα από τον γενικό τύπο του διάχυτου από την αρχαιότητα πολιτισμού σε ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, από την Μικρά Ασία έως τα όρια της Αραβίας, όσο κι αν είναι δυνητικά αξιοσημείωτες οι διαφορές ανάμεσα στους ξεχωριστούς σημιτικούς λαούς. Δίχως μια πλήρη εξέταση του σημιτικού πνεύματος, είναι καταδικασμένα να μας διαφύγουν ποικίλα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ίδιου εβραϊκού πνεύματος, τα οποία είναι δραστικά στους πλέον πρόσφατους καιρούς. Κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι επεξέτειναν ένα καθαρά βιολογικό φυλετισμό και τοποθετήθηκαν στο πεδίο του τύπου πολιτισμού, συνεκτιμώντας την φυλή – π.χ. ο Κλάους και πιο πρόσφατα ο Γκύντερ – πραγματευόμενοι γενικά αυτό που έχουν ονομάσει «πολιτισμός της λεβαντίνικης ψυχής» (της προσθιοασιατικής ψυχής) κατέληξαν κατά το μάλλον ή ήττον σ’ αυτό το σημείο. Κατά το μάλλον ή ήττον οι λαοί που συμμετέχουν σ’ αυτήν την ψυχή είναι οι σημιτικοί λαοί.
Όμως ποια στοιχεία διαθέτουμε ώστε να είμαστε ικανοί να θεωρήσουμε ως κατώτερες, την θρησκευτική πνευματικότητα και τις θρησκευτικές μορφές που αντιστοιχούν στους Σημίτες; Εδώ οι ιδέες των αντισημιτών είναι ολότελα ξεκάθαρες και σύμφωνες. Για να είμαστε πράγματι ικανοί να πούμε τι αρνητικό έχει το σημιτικό πνεύμα, θα πρέπει να ξεκινήσουμε καθορίζοντας αντ’ αυτού εκείνα τα οποία θεωρούνται πως είναι θετικά σε ότι αφορά στο πνεύμα. Οι αντισημίτες κατατρίβονται πολύ περισσότερο με την αντίθεση, την πολεμική, παρά με την κατάφαση κι αυτή τους η μέριμνα επ’ ονόματι αυτού που αρνούνται και καταδικάζουν είναι αντιφατική και πολύ συχνά αβέβαιη. Έτσι κάποιοι απ΄ αυτούς αναφέρονται στον καθολικισμό (π.χ. ο Μέλερ φαν ντε Μπρυκ), άλλοι στο Βόρειο Προτεσταντισμό (Τσάμπερλαιν, Βολφ), ενώ άλλοι πάλι σ’ έναν ύποπτο παγανισμό (Ρόζενμπεργκ, Ρέβεντλοφ) ή σε εθνικολαϊκά ιδεώδη (Λούντεντορφ). Η αδυναμία παρόμοιων τοποθετήσεων προκύπτει ήδη από το γεγονός ότι, αντί να μας οδηγούν αληθινά σε έναν αυθεντικό πνευματικό πόλο και στην πράγματι καθαρή κατάσταση, όλα αυτά τα σημεία αναφοράς συνιστούν χρονολογικά ιστορικές ιδέες κατοπινές από τους πρώτους σημιτικούς πολιτισμούς και εν μέρει επηρεασμένες από στοιχεία προερχόμενα από αυτούς.
Φυσικά στην βάση κάθε αντισημιτισμού βρίσκεται η αντίθεση μεταξύ του σημιτικού και του αρίου πνεύματος. Αλλά για να φθάσουμε σε κάποιο σοβαρό πόρισμα δεν μπορεί να περιοριστούμε στο να προσδώσουμε στο «άριο» ένα ευρύ φυλετικό θεμέλιο, το οποίο μας παρέχει μόνον ένα αρνητικό, πολεμικό -απορριπτικό περιεχόμενο, συνιστάμενο μόνον από κάθε τι το οποίο γενικά δεν είναι «εβραϊκό». Αντίθετα, πρέπει να μπορούμε να καθορίσουμε την «αριανικότητα» ως μια θετική οικουμενική ιδέα, που αντιπαραθέτει πραγματικά τον τύπο της θεότητας, της λατρείας, του θρησκευτικού συναισθήματος και της κοσμοθεώρησης προς όλα εκείνα που αναφέρονται στους σημιτικούς πολιτισμούς και κατόπιν ιδιαίτερα στους Εβραίους.
Παρά με αυτό το κατά το πλείστον φυσιοκρατικό σχέδιο, πρέπει να μπορούμε να ανακάμψουμε με ένα άλλο, στο οποίο ανταποκρίνονται οι ιδέες των φιλολόγων και των ιστορικών της μετάπτωσης του αιώνα και περισσότερο εκείνες της σχολής του Μαξ Μύλερ, σχετικά με την θεμελιώδη ενότητα των πολιτισμών, των θρησκειών, των συμβόλων και των μύθων του πολιτισμού ινδογερμανικής (συνώνυμο του ινδοευρωπαϊκής ή άριας) καταγωγής. Πρέπει να επιδιώξουμε να συνδέσουμε τέτοιες ιδέες με κάποιες πιο πρόσφατες του Βιρτ, ο οποίος, προσπάθησε -αν και συχνά με σοβαρές συγχύσεις -να εστιάσει στις πτυχές ενός μοναδικού αρχέγονου προ-Βόρειου (θα λέγαμε «υπερβόρειου») πολιτισμού ως αυθεντικού υποβάθρου των πιο πρόσφατων διαφόρων ινδογερμανικών πολιτισμών, δίχως τελικά να απορρίπτουμε τις λαμπρές εμπνεύσεις του Μπαχόφεν περί του ανταγωνισμού μεταξύ των «ηλιακών» (ουρανίων) πολιτισμών και των «σεληνιακών» (ή τελλουρικών) πολιτισμών, μεταξύ κοινωνιών προερχομένων από την αρσενική αρχή και κοινωνιών προερχομένων από την θηλυκή-μητρική αρχή (γυναικοκρατία).
Είναι φανερό ότι εδώ δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε μιαν έρευνα τέτοιου είδους, την οποία ήδη διενεργήσαμε σε ένα από τα έργα μας («Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο» – Μιλάνο 1935). Θα περιοριστούμε λοιπόν στην αναπαραγωγή των συμπερασμάτων που υπογραμμίζουν τον τύπο εκείνης της πνευματικότητας, την οποία μπορούμε να αποκαλούμε εξίσου «ηλιακή», «άρια» ή «αρσενική», η οποία αποκλείει «εξ αντιθέτου» εκείνα τα οποία πράγματι αντιστοιχούν στο σημιτικό πνεύμα.
Μία καταφατική στάση απέναντι του θείου προσιδίαζε Στους Aρίους -Arya- (ο σανσκριτικός όρος που σημαίνει τους «ευγενείς», δεν αφορά μόνον στην εξ αίματος φυλή, αλλά επίσης και ουσιαστικά και σε εκείνη του πνεύματος). Πίσω από τα μυθολογικά τους σύμβολα που αντιστοιχούν στον λαμπερό ουρανό κρύβεται η αίσθηση της «ασώματης αρρενωπότητας του φωτός» και της «ηλιακής δόξας», δηλαδή της νικηφόρας πνευματικής ανδρείας, καθώς εκείνες οι φυλές όχι μόνο πίστευαν στην αληθινή ύπαρξη μιας υπερ-ανθρωπότητας, μιας γενεαλογίας αθανάτων και θεϊκών ηρώων, αλλά συχνά απέδιδαν σε μια τέτοια γενεαλογία μιαν υπεροχή και μιαν ακαταμάχητη δύναμη που αφορούσε σε αυτές τις υπερφυσικές δυνάμεις.
Συνεπώς προς τα ανωτέρω, οι Άριοι είχαν περισσότερο ως χαρακτηριστικό τους ιδεώδες το ηγεμονικό-βασιλικό ιδεώδες παρά το ιερατικό, είχαν δηλαδή αυτό το ιδεώδες που εκφράζεται από τον καταφάσκοντα πολεμιστή παρά από τον αφοσιωμένο αναχωρητή, περισσότερο με το «ήθος» απ’ ότι με το «πάθος». Στις απαρχές της προϊστορίας ο βασιλιάς-ηγέτης προερχόταν από τους ιερείς, καθώς σε αυτούς κατ’ εξοχή και όχι στους υπολοίπους αποδιδόταν η κατοχή της μυστικής δύναμης που καθόριζε όχι μόνο την «τύχη» της φυλής, αλλά επίσης και την αποτελεσματικότητα των τελετουργιών που ήσαν αντιληπτές ως πραγματικές και αντικειμενικές επενέργειες στις υπερφυσικές δυνάμεις. Βασισμένη σ’ αυτήν την αντίληψη η ιδέα του «βασιλείου»¨έχει έναν ιερό χαρακτήρα και συνεπώς, λίγο έως πολύ, οικουμενικό. Από την ινδο-άρια αντίληψη του Τσακραβάρτιν, του «οικουμενικού κυβερνήτη», περνώντας στην ιρανο-άρια ιδέα του οικουμενικού βασιλείου των «πιστών» του «θεού του φωτός», αγγίζοντας τα «ηλιακά» θεμέλια της ρωμαϊκής «αυτοκρατορικής αιωνιότητος» (aeternitas imperii) και τελικά την μεσαιωνική γιβελλινική ιδέα της «Αγίας Αυτοκρατορίας» (sacrum imperium), η τάση να μορφοποιηθεί ένα οικουμενικό σώμα στην αφ’ υψηλού δύναμη – της οποίας οι Άριοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως κατ’ εξοχήν φορείς – εμφανίστηκε πάντοτε στους αρίους πολιτισμούς ή στους πολιτισμούς αρίου τύπου.
Κατά δεύτερον, μεταξύ των Αρίων, τα υψηλότερα και προνομιούχα κέντρα της αθανασίας – Η βόρεια Βαλχάλλα, η αχαιοδωρική «νήσος των Μακάρων», ο ουρανός του Ινδρα μεταξύ των Ινδογερμανών της Ινδίας – ήσαν σαφώς περισσότερο προσιτά στους Ήρωες παρά στους Αγίους, με τον ίδιο τρόπο που η αφοσιωμένη και προσευχόμενη υπηρεσία του θείου εκδήλωνε την τελετουργία –αντιληπτή πρέπει να επαναλάβουμε- ως σαφή επιχείρηση απαραίτητη σε ότι αφορά το θείο.
Η κατάκτηση της αθανασίας ή της γνώσης εμπεριείχε ανδρεία χαρακτηριστικά. Εδώ όπου ο Αδάμ του σημιτικού μύθου εμφανίζεται ως καταραμένος επειδή προσπάθησε να αρπάξει από το θείο δέντρο, ο άριος μύθος για ανάλογες περιπέτειες αποδίδει στο πρόσωπο των ηρώων όπως για παράδειγμα ο Ηρακλής, ο Ιάσων, ο Μίθρας και ο Σιγκούρντ, μια κατάληξη νικηφόρα και αθανασιογόνα.
Επιπλέον στον «ηρωικό» κόσμο το ύψιστο άριο ιδεώδες είναι εκείνο το «Ολύμπιο» ιδεώδες των ολοκληρωμένων, αμετάβλητων ουσιών, απομακρυσμένων από τον κατώτερο κόσμο του γίγνεσθαι, αυτόφωτων όπως ο ήλιος και οι διάπυρες φύσεις. Οι πεμπτουσίες των σημιτικών θεών είναι ουσιαστικά συνιστώσες θεών που αλλάζουν, που έχουν γέννηση και πάθος, «ετήσιων» θεών, οι οποίοι όπως η βλάστηση υφίστανται τον νόμο του θανάτου και της αναγέννησης. Το άριο σύμβολο είναι ηλιακό, με την έννοια μιας καθαρότητας που είναι δύναμη και μιας δύναμης που είναι καθαρότητα. Μία ακτινοβόλα φύση η οποία –επαναλαμβάνουμε- είναι αυτόφωτη σε αντίθεση με το σεληνιακό (θηλυκό) σύμβολο, δηλαδή το σύμβολο μιας φύσης φωτεινής όσο αντανακλά και απορροφά το κυρίαρχο φως ενός κέντρου που κείτεται έξω από αυτήν. Τελικά σε ότι αφορά στις αντίστοιχες ηθικές αρχές, είναι χαρακτηριστικά άριες οι αρχές αφενός της ελευθερίας και της προσωπικότητας και αφετέρου της πίστης και της τιμής. Ο Άριος αρέσκεται στην ανεξαρτησία και στην διαφορά, έχει απέχθεια για κάθε μικροπρέπεια, αλλά αυτό δεν τον αποτρέπει από το να υπακούει ανδρεία, να αναγνωρίζει έναν αρχηγό, να έχει την υπερηφάνεια να τον υπηρετεί, ακολουθώντας έναν ελεύθερα σταθεροποιημένο δεσμό, πολεμικό, απρόσβλητο από ενδιαφέρον προς όλα αυτά που μπορούν να πουληθούν και να αγορασθούν και γενικά να καθοριστούν με όρους του χρυσού.
Οι Άριοι της Ινδίας έλεγαν Bhakti, οι Ρωμαίοι fides, στον Μεσαίωνα επανελάμβαναν fides – πίστις, ενώ Trust, Treue ήταν οι λέξεις της τάξης του φεουδαρχικού καθεστώτος. Στις μιθραϊκές θρησκευτικές κοινότητες η αρχή της αδελφότητας στηρίχθηκε πάνω απ’ όλα στην ανδρεία αλληλεγγύη των στρατιωτών, ταγμένων σ’ έναν μοναδικό σκοπό (άλλωστε «στρατιώτης» – miles ήταν ο τίτλος ενός βαθμού της μιθραϊκής μύησης). Ήδη οι Άριοι της αρχαίας Περσίας, μέχρι την εποχή του Αλεξάνδρου, γνώριζαν το καθήκον της μη βεβήλωσης των προσώπων και των πράξεών τους, καθώς επίσης και των ίδιων των σκέψεών τους προς τους αρχηγούς τους, αντιληπτούς ως υπερβατικές υπάρξεις. Όχι κάποια βία, αλλά μια πνευματική πίστη (Dharma και Bhakti) θεμελίωσε μεταξύ των Αρίων της Ινδίας μέσα από την ιεραρχία της το ίδιο το καθεστώς των καστών. Η σοβαρή και αυστηρή συμπεριφορά, ελεύθερη από μυστικισμό, δύσπιστη προς κάθε εγκατάλειψη της ψυχής, η συμπεριφορά που εκδηλωνόταν στις σχέσεις μεταξύ του ρωμαίου πολίτη (civis) και πατέρα (pater) και στις θεότητες τους, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά της αρχαίας δωρικο-αχαϊκής τελετουργίας και της «βασιλικής» και κυριαρχικής στάσης των βραχμάνων -ή «ηλιακής κάστας»- της πρώτης βεδικής περιόδου ή των μαζδεϊκών ιερέων (Atharvan).
Με τα ανωτέρω, έχει αποδοθεί το θεμελιώδες σημείο της αναφοράς μας, αν και ιδιαίτερα περιληπτικά. Κρατήστε κατά νου τα περιγράμματα μιας ιδεώδους αντίθεσης, ώστε να εξυπηρετήσουν ως κεντρικός συνδετικός ιστός μεταξύ όλων αυτών τα οποία η ιστορική πραγματικότητα και η ολοκληρωμένη κατάσταση των πολιτισμών συχνά μας δείχνουν σε μια μεικτή κατάσταση, καθώς για περιόδους που δεν είναι απόλυτα αρχέγονες, θα ήταν αφηρημένο να θέλουμε να επανεύρουμε σε κάποιο σημείο το Άριο ή το Σημιτικό στοιχείο σε απόλυτα καθαρή κατάσταση.”
Από την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου