Της Ανδρούλας Ανδρέα
Αγαθοκλέους. Δορά.
Ο Αετός του Μασιαιρά, ο Ηρωας τζιαί το
καμάρι της Τζιύπρου,
τούρτσιοι, Εγγλέζοι συμφωνούν,
πόλεμον να μας στήσουν,
τζιαί που τα πέρατα της γης, να μας
εξαφανίσουν.
Την τζιύπρον μας εθέλασιν, για να την
κατακτήσουν,
τζιαί μέσα εις τον Τόπο μας, δούλους
να μας κρατήσουν.
Στρατόν εν
που εφέρασιν, παντού εκουβαλούσαν,
κέρφιου
μας εβάλλασιν, τζιαί μας ετιμωρούσαν,
τζι’ αν δεν
τους ακροννούμαστιν, θα μας πυροβολούσαν.
Φόβον
τζιαί τρόμον σπέρνασιν, ποτζιεί που επατούσαν,
τζιαί τον
Κυπριακόν λαόν, χαμαί τον γονατούσαν.
Οι νέοι
δεν αντέξασιν, τούτην την αδικίαν,
τζιαί στα
βουνά εφκήκασιν, για την Ελευθερίαν.
Μεσ’ τους
πολλούς Αγωνιστές, ήταν τζι’ ο Αυξεντίου,
πού’ τρεξεν πάνω στα βουνά, σαν τ’ άγριο θηρίον.
Ηταν της Λύσης
γέννημαν, καμάριν τους γονιούς του,
αγάπην
είσιεν μπόλιτζιην, τζιαί που τους χωρκανούς του.
Λλία ήταν
τα λόγια του, μα ήταν μετρημένα,
ότι ήταν
για τον πόλεμον, εν άκουεν κανέναν.
Παν’ στα βουνά που έφκαινεν, ήταν
Συνταγματάρχης,
τζι’ ούλλα
μεσ’ την ομάδαν του, εμπήκασιν σε τάξην.
Ενέδρες
έστηνεν, πάντα με επιτυχίαν,
φόβος τζιαί
τρόμος, έγινεν γιά ολόκληρη την Αγγλίαν.
Βασανισμένος ήτουν, μα τζιαί καταδιωγμένος,
μα πάντα ήταν Περήφανος, τζιαί αποφασισμένος.
Σαν τον
αετό παν’ στα βουνά, πετούσε κάθε μέρα,
οι Αγγλοι
εβουρούσαντον, μα έν’ τα φκάλλαν πέρα.
Τρόπον πως εσκέφτουνταν, γιά να τον
συλλάβουν,
να πέσει
εις τα σιέρκα τους, κρεμμάλλαν να τον πάρουν.
Εφκάλαν ανακοίνωσιν,
όποιος τους τον προδόσει,
ο Αγγλος
αξιωματικός, παράες να τους δώσει.
Ενας που
την παρέαν του, είπεν το στον Γρηγόρη,
τζιαί στο
Μοναστήρι του Μασαιρά, καλόγηρος
εφανερώθην.
Από το
κρησφύγετον, στο Μοναστήρι πήεννεν,
να ακούσει
Λειτουργίαν, τζι’ από τον Ηγούμενον,
είσιεν την
Ευλογίαν. Στην Παναγίαν θέλησεν να πάει
να
κατοικήσει, το Εργον που ξεκίνησεν, τζιαμαί να το συνεχίσει.
Το όνειρο
του ήτουν, την Τζιύπρον να ενώσει,
μαζί με
την Ελλάδα μας, τζιαί να μας Ελευθερώσει.
Ομως τον
επροδόσασιν, γιά τα πολλά ριάλια,
τζιαί εν’
ελυπηθήκασιν, τα όμορφα του νειάτα.
Ο προδότης ήτανε, πού’ δωσε μαρτυρίαν,
τζιαί
στους Εγγλέζους έτρεξεν, με ούλλην του την κατζίαν.
Τρεις του
Μάρτη ήταν, πήγαν στο κρησφύγετο γιά
να τον
συλλάβουν, τζιαί τζιείνος τους εφώναξεν,
να πάσιν
να τον πάρουν.
Ο Αγγλος
Αξιωματικός, του είπε παραδόσου,
πέταξε τα
όπλα σου τζι’έφκα έξω, αλλιώς θα σε σκοτώσουν.
Μολών Λαβέ
τους φώναξε, τζι’ άρκεψε να σκοτώνει,
τζιαί τα βογκητά ακούονταν στου Μασιαιρά τα
όρη.
Ο Αυξεντίου
απάντησεν, γεμάτος ούλλον θάρρος,
μάθετε οι
Ελληνες, πως πολεμούν και πως πεθαίνουν.
Η
μάχη τότε άρκεψεν, τζιαί τα βουνά βουΐζουν,
μα ότι
τζιαί να γίνετουν, τίποτε εν τον λυγίζουν.
Συνέχισε να πολεμά, μόνος του σαν λιοντάριν,
δέκα ώρες
την μάχη κράτησεν, τζι’ ακόμα ήταν να πάει.
Οταν η μέρα τέλειωνεν, τζι΄ άρκεψεν να νυκτώνει,
πεζίναν του
εγύρασιν, τζιαί το λαμπρόν φουντώνει.
Εγινεν ολοκαύτωμα,
για την δικαιοσύνην,
ο Πόθος του
για Ενωσιν, ποτέ του δεν εγίνην.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου