Οι ρίζες του ελληνικού εθνικισμού είναι τόσο βαθιές που φθάνουν στην εποχή των Ηρώων της Ιλιάδος, όπου αυτός κάλλιστα μπορεί να αναζητήσει τα πρότυπά του. Ο σύγχρονος νεοελληνικός εθνικισμός, όπως αυτός εκφράστηκε μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους με την Επανάσταση του 1821, έχει σύγχρονα πρότυπα και μπορεί να δομηθεί ιδεολογικά αποκλειστικά σε στέρεες ελληνικές βάσεις. Ένας εκ των συγχρόνων προφητών του ελληνικού εθνικισμού ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, που μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη παραμένουν μέχρι και σήμερα οι κίονες του σύγχρονου ελληνικού εθνικισμού.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1870 και ήταν υιός του γιατρού Ιωάννη Γιαννόπουλου. Η καταγωγή της μητέρας του ήλκετο από την βυζαντινή οικογένεια των Χαιρέτηδων. Αφού ετελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές στην Πάτρα, φοίτησε για ένα χρόνο στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια μεταγράφτηκε στην Ιατρική του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Στο Παρίσι για δύο χρόνια θα ζήσει την «Μπελ Επόκ» του τέλους του 19ου αιώνα με την έντονη νυχτερινή ζωή και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ο Γιαννόπουλος θα εξελιχθεί σε έναν μεγάλο γλεντοκόπο. Θα συνέλθει απότομα από τη μέθη και το σαγηνευτικό κάλεσμα των σειρήνων του Παρισιού με τον θάνατο του πατέρα του. Ο Γιαννόπουλος που είχε εγκαταλείψει ουσιαστικά τις σπουδές του, βρέθηκε ξαφνικά χωρίς χρήματα, αλλά και με κλονισμένη υγεία. Θα αναζητήσει καταφύγιο στον αδελφό του που ήταν εγκατεστημένος στο Λονδίνο, μα σύντομα θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Η νοσταλγία για την πατρική γη μα κι ένα αίσθημα ενοχής για την κατασπατάληση της ζωής του τον φέρνουν πίσω στην Αθήνα στα 1893.
Ο Γιαννόπουλος με την επιστροφή του στην Ελλάδα ξαναγεννιέται ουσιαστικά, αναβαπτίζεται με τις χρυσές ακτίνες του αττικού φωτός και ως εξ αποκαλύψεως θέτει τη ζωή του και όλες του τις δυνάμεις στην υπηρεσία ενός ανώτερου σκοπού, που ήταν η επανελληνοποίηση του σύγχρονου Έλληνα, το κτύπημα της ξενομανίας και η δημιουργία μιας νέας κοινωνίας όπου ο κανών θα είναι δι’ όλους το « Ζην κατά φύσιν ελληνικήν ». Οι αντιλήψεις αυτές του Γιαννόπουλου θα του δημιουργηθούν ύστερα από πολύμηνη εντατική μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αλλά κυρίως με την παρατήρηση και μελέτη της αττικής γης, της ομορφότερης πρωτεύουσας του κόσμου, Αθήνας, μήτρας των καλλιτεχνικών δημιουργών μιας αισθητικής τελειότητας που άγγιζε το Θείο.
Αρκετοί αθηναιογράφοι προσπάθησαν να χαρακτηρίσουν τον Γιαννόπουλο ως έναν γραφικό αισθητικό περιπατητή και μόνο. Η αλήθεια είναι ότι ο ιδιόρρυθμος για τους συγχρόνους του, μοναχικός περιπατητής της αττικής γης, ήταν ένας πρωτοπόρος επαναστάτης αναμορφωτής που ήθελε πάση θυσία και χωρίς κανένα αντάλλαγμα να ξαναδώσει το ελληνικό Φως στους συνέλληνές του, αποτραβώντας το φράγκικο πέπλο του ευδαιμονισμού και της ξενομανίας.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος, ζώντας μετρημένη ζωή και αξιοποιώντας λιγοστά περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην, άρχισε να αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά τα οποία παραχώρησαν τις σελίδες τους στον χειμαρρώδη λόγο του. Το ύφος του, χωρίς φιλολογικά φτιασίδια, είναι ακατάστατο, μα οι ιδέες του είναι αιχμηρά βέλη που κεντρίζουν τη νοσηρή πραγματικότητα. Στα γραπτά του υποστηρίζει με τέτοια θέρμη τα πιστεύω του που θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν σαν έναν φανατικό νεοφώτιστο ή καλύτερα σαν προφήτη μιας νέας θρησκείας. Μια συλλογή από άρθρα του θα δημοσιεύσει συγκεντρωμένα σ’ ένα μικρό βιβλίο στα 1906 με τον τίτλο «Νέον Πνεύμα». Σε αυτό κηρύσσει τη νέα ελληνική πνευματική επανάσταση και την αναγέννηση της Ελλάδος και του Ελληνισμού, η οποία «πρέπει να έχη ως Σύμβολον τελειωτικόν: Ή ΕΛΛΑΣ Ή ΤΕΦΡΑ». Το σύνθημα αυτό, όμοιο κατ’ ουσίαν σύνθημα με αυτό της στρατιωτικής εθνικής επανάστασης του 1821, είναι και πάλι σύνθημα της δικής του ιδεολογικής επανάστασης. Ένα σύνθημα που εκφράζεται διαρκώς και από την εφημερίδα μας και αποτελεί φράση-σύμβολο και βάση του Αγώνα μας.
Στα 1907 θα κυκλοφορήσει το ευαγγέλιον του Περικλή Γιαννόπουλου που είναι η «Έκκλησις Προς Το Πανελλήνιον Κοινόν». Εδώ ο Περικλής Γιαννόπουλος γίνεται μαστιγωτής προς πάσαν κατεύθυνσιν. Κατακρίνει την ευρωπαϊκή υποκρισία αλλά και τον ρωμαίικο μαϊμουδισμό. Από την φαρέτρα του βγαίνουν βέλη που πλήττουν τον ιουδαϊσμό του χριστιανισμού, κάνοντας συγχρόνως και δριμεία κριτική προς την Εκκλησία και τον καλογερισμό. Το βιβλίο του είναι μια συμπυκνωμένη Ιστορία της Ελληνικής Φυλής ιδωμένης πάντα μέσα από το πρίσμα μιας μεγάλης Ιδέας, που για τον Περικλή Γιαννόπουλο είναι ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης. Η ιδέα αυτή, που όπως πιστεύει ενέπνευσε τον Μέγα Αλέξανδρο, κάνει τον Γιαννόπουλο να γράψει ότι αυτός αρχίζει την πραγματική ελληνική Ιστορία, το δε Βυζάντιο χαρακτηρίζεται ως η κιβωτός του Ελληνισμού, αποκαθιστώντας έτσι τον κρίσιμο κρίκο στη συνέχειά του Γένους. Στην « Έκκληση» ο Γιαννόπουλος δεν δίδει μόνο ιδεαλιστικό χαρακτήρα στη μεγάλη ιδέα του αλλά δίδει και την εδαφική της διάσταση που σημαίνει τη λύτρωση των υποδούλων Ελλήνων. Ας μην ξεχνούμε ότι όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο αυτό η Ελλάς είχε εξέλθει ατιμωτικά ηττημένη ενός ελληνοτουρκικού πολέμου (1897) και τα σύνορα του κράτους έφταναν μέχρι τη Θεσσαλία και την Άρτα.
Στα γραπτά του ο Γιαννόπουλος δίδει και ψήγματα των αντιλήψεών του για τη διακυβέρνηση του νέου κράτους και καταλήγει μάλλον εις τον τύπο της «ολιγαρχικής αριστοκρατίας». Ο λόγος του Γιαννόπουλου, ιδιότυπος και ανατρεπτικός, και η ζωή του πέρα από τα όρια του καθωσπρεπισμού, καθώς και το τέλος του υπήρξαν αφορμή ώστε να χαρακτηρισθεί από μερικούς συγχρόνους του αλλά και νεωτέρους επιπόλαιους ερευνητές ως γραφικός και «τρελός». Πάνω σ’ αυτόν τον χαρακτηρισμό αξίζει να παραθέσουμε το τι έγραφε ο Ίων Δραγούμης στο περιοδικό «Νουμάς»:
«Δεν ξέρω αν λέει σωστά πράγματα ή στραβά το βιβλίον του Γιαννοπούλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμόν μου όλον και να με ελευθέρωνε και αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν τον βορριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμικους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδια καθαρίζει τον Κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Έλληνα που ξ έ ρ ε ι να το διαβάση και ο Έλληνας είναι τόσο ψόφιος, είναι τόσον γεμάτος βρώμα και μικροπρέπεια που σκουλικιάζει. Μπορεί να τον είπαν τρελλό εκείνον που το έγραψε και όμως είναι πιο σωστός και πιο γνωστικός από κάθε Έλληνα σημερινόν. Η «φρονημάδα» είναι των πολλών, αυτή μας έφαγε και μας τρώει. Την «τρέλλα» θέλω εγώ, αυτή με καθαρίζει από τα τρισβαριά και βρώμικα κατακαθίσματα που αφίνει μέσα μου περνώντας η σημερινή, η ταπεινωμένη ελληνική ζωή και με φαρμακώνει. Η τρέλλα έχει μάτια και βλέπει. Η «φρονιμάδα» είναι τύφλα. Τρελλοί ήταν οι προφήτες και γνωστικά τα ξεπεσμένα πλήθη. Τον Ασυμβίβαστο ζητώ και τον Σκληρό, γυρεύω τον Τρελλό, τον Σιδερένιο, τον Αλύγιστο. Α υ το ύ τα μάτια και τα λόγια και την κίνηση και τη σιωπή ακολουθώ. Σ’ α υ τ ο ύ τον ρυθμό τη ζωή μου τονίζω».
Δυστυχώς το έργο του δεν θα βρει την απήχηση που ο Γιαννόπουλος ήθελε. Παρ’ όλο που είχε συνοδοιπόρους και φίλους τους μεγάλους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Κωστή Παλαμά, Γρηγόριο Ξενόπουλο, Ίωνα Δραγούμη, Αρίστο Καμπάνη, κ.ά., η απογοήτευσή του μέρα με την ημέρα μεγάλωνε και κυριαρχούσε η πεισιθανάτια διάθεσή του. Την άνοιξη του 1910, λίγες μέρες πριν από τη Λαμπρή, ο Γιαννόπουλος αποχαιρέτησε τους φίλους του και έφυγε για εκδρομή, όπως είπε, στην ακτή του Σκαραμαγκά. Από τον αμαξά που τον πήγε στην περιοχή πήρε ένα άλογο και κατευθύνθηκε στην ακτή. Εκεί έφιππος, στεφανωμένος με αγριολούλουδα, μέσα σε νεροποντή προχώρησε προς τη θάλασσα, και φθάνοντας στα βαθιά νερά αυτοπυροβολήθηκε και χάθηκε μέσα στα αφρισμένα κύματα. Το σώμα του βρέθηκε μετά από δεκαπέντε μέρες από χωρικούς, σαν να ήταν αρχαίος κούρος, αφού βρισκόταν σε νεκρική ακαμψία. Στα προσωπικά του αντικείμενα και συγκεκριμένα σ’ ένα μικρό πορτοφόλι ανεβρέθη ένα νόμισμα που ήτο ο οβολός που σαν αρχαίος Έλληνας θα ’δινε στο βαρκάρη Χάροντα για να τον περάσει από την Αχερουσία λίμνη στα Ηλύσια Πεδία όπου αναπαύονται οι εκλεκτοί. Στο τέλος του ο Γιαννόπουλος ήθελε να προσδώσει μια ανώτερη αισθητική και πραγματικά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μοναδικό και ξεχωριστό όπως ήταν και αυτός ο ίδιος.
«Δεν ξέρω αν λέει σωστά πράγματα ή στραβά το βιβλίον του Γιαννοπούλου, μα όταν το διάβαζα ήταν σαν άνεμος να φυσομανούσε μέσα μου τρομαχτικά και να συντάραζε τον ελληνισμόν μου όλον και να με ελευθέρωνε και αφού το διάβασα μου φάνηκε σαν τον βορριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμικους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδια καθαρίζει τον Κόσμο. Το βιβλίο του καθαρίζει τον Έλληνα που ξ έ ρ ε ι να το διαβάση και ο Έλληνας είναι τόσο ψόφιος, είναι τόσον γεμάτος βρώμα και μικροπρέπεια που σκουλικιάζει. Μπορεί να τον είπαν τρελλό εκείνον που το έγραψε και όμως είναι πιο σωστός και πιο γνωστικός από κάθε Έλληνα σημερινόν. Η «φρονημάδα» είναι των πολλών, αυτή μας έφαγε και μας τρώει. Την «τρέλλα» θέλω εγώ, αυτή με καθαρίζει από τα τρισβαριά και βρώμικα κατακαθίσματα που αφίνει μέσα μου περνώντας η σημερινή, η ταπεινωμένη ελληνική ζωή και με φαρμακώνει. Η τρέλλα έχει μάτια και βλέπει. Η «φρονιμάδα» είναι τύφλα. Τρελλοί ήταν οι προφήτες και γνωστικά τα ξεπεσμένα πλήθη. Τον Ασυμβίβαστο ζητώ και τον Σκληρό, γυρεύω τον Τρελλό, τον Σιδερένιο, τον Αλύγιστο. Α υ το ύ τα μάτια και τα λόγια και την κίνηση και τη σιωπή ακολουθώ. Σ’ α υ τ ο ύ τον ρυθμό τη ζωή μου τονίζω».
Δυστυχώς το έργο του δεν θα βρει την απήχηση που ο Γιαννόπουλος ήθελε. Παρ’ όλο που είχε συνοδοιπόρους και φίλους τους μεγάλους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Κωστή Παλαμά, Γρηγόριο Ξενόπουλο, Ίωνα Δραγούμη, Αρίστο Καμπάνη, κ.ά., η απογοήτευσή του μέρα με την ημέρα μεγάλωνε και κυριαρχούσε η πεισιθανάτια διάθεσή του. Την άνοιξη του 1910, λίγες μέρες πριν από τη Λαμπρή, ο Γιαννόπουλος αποχαιρέτησε τους φίλους του και έφυγε για εκδρομή, όπως είπε, στην ακτή του Σκαραμαγκά. Από τον αμαξά που τον πήγε στην περιοχή πήρε ένα άλογο και κατευθύνθηκε στην ακτή. Εκεί έφιππος, στεφανωμένος με αγριολούλουδα, μέσα σε νεροποντή προχώρησε προς τη θάλασσα, και φθάνοντας στα βαθιά νερά αυτοπυροβολήθηκε και χάθηκε μέσα στα αφρισμένα κύματα. Το σώμα του βρέθηκε μετά από δεκαπέντε μέρες από χωρικούς, σαν να ήταν αρχαίος κούρος, αφού βρισκόταν σε νεκρική ακαμψία. Στα προσωπικά του αντικείμενα και συγκεκριμένα σ’ ένα μικρό πορτοφόλι ανεβρέθη ένα νόμισμα που ήτο ο οβολός που σαν αρχαίος Έλληνας θα ’δινε στο βαρκάρη Χάροντα για να τον περάσει από την Αχερουσία λίμνη στα Ηλύσια Πεδία όπου αναπαύονται οι εκλεκτοί. Στο τέλος του ο Γιαννόπουλος ήθελε να προσδώσει μια ανώτερη αισθητική και πραγματικά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μοναδικό και ξεχωριστό όπως ήταν και αυτός ο ίδιος.
Δυστυχώς ο Γιαννόπουλος έχασε την προσωπική του μάχη, απογοητευμένος από το περιβάλλον του και δεν πρόλαβε να δει όχι βεβαίως την επανάσταση που εκήρυξε αλλά μια σπουδαία και μεγαλειώδη ανάταση του Νέου Έλληνα με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 που ήσαν για την Ελλάδα η κορυφαία ιστορική στιγμή δόξας του αιώνα που έφυγε, και η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τον διπλασιασμό της μικρής και μίζερης Ελλάδας, στην οποία έζησε και πέθανε ο Περικλής Γιαννόπουλος.
Το έργο του Περικλή Γιαννόπουλου, τόσο το βιβλίο «Νέον Πνεύμα» και «Έκκλησις Προς Το Πανελλήνιον Κοινόν», αλλά και το σημαντικό του έργο «Ελληνική Γραμμή και Ελληνικό Χρώμα», όπου αποθεώνεται η ελληνική αισθητική και τέχνη, είναι απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε εθνικιστή, για κάθε μαχητή της Χρυσής Αυγής, για κάθε Έλληνα. Επίσης απαραίτητο σύγχρονο ιδεολογικό εφόδιο κάθε Χρυσαυγίτη αποτελεί το βιβλίο του Γ.Γ. της Χρυσής Αυγής Νικολάου Μιχαλολιάκου «Περικλής Γιαννόπουλος - Ο Απολλώνιος Λόγος».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου