Να
λοιπόν που και πάλι αιωρούμαστε στο κενό. Αν και ποτέ δεν είχαμε απομακρυνθεί
σε ασφαλή απόσταση. Περάσαμε μόνον μια περίοδο αναμονής. Με λίγες ελπίδες και
πολλά αδιέξοδα. Με το αίσθημα της κόπωσης, που το σοκ της κατάρρευσης είχε
προκαλέσει.
Η
κυβερνητική διαχείριση, από την εξ ανάγκης τριμερή συνεργασία, επί ένα έτος, δεν
έχει να επιδείξει τρομερές επιτυχίες. Μια σχετική αλλαγή της εικόνας προς τα
έξω. Μια μερική ανάσχεση της προϊούσας διάλυσης. Αυτό δεν συνιστά, όμως, σημείο
αναστροφής της οικονομικής και κοινωνικής παρακμής.
Άλλωστε το αποδεικνύουν
περίτρανα οι καταθλιπτικές επιδόσεις στα επίπεδα της ύφεσης και της ανεργίας. Δεν
χωρεί αμφιβολία πλέον ότι το πρόγραμμα που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από το
Βερολίνο δεν στοχεύει στην πραγματική οικονομική ανάκαμψη. Γιατί αυτή έχει ως βασική
της προϋπόθεσή την εθνική κυριαρχία και τη μείωση της ξενικής εξάρτησης.
Και
η παρούσα πολιτική κρίση που προέκυψε, μέσα στη μεγάλη κρίση, έχει, ακριβώς, τη
σφραγίδα της εξάρτησης. Της ίδιας από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Με αλλαγές,
βεβαίως, στις δυτικές δυνάμεις από τις οποίες εξαρτάται. Αλλά που οι βασικοί
κανόνες παραμένουν ίδιοι. Κι ένας από αυτούς είναι ότι οι Ρώσοι δεν πρέπει να
κατέβουν στη Μεσόγειο μέσω της Ελλάδας. Από τον Καποδίστρια, στον Όθωνα κατά τον
Κριμαϊκό πόλεμο, στον εμφύλιο της δεκαετίας του ’40, μέχρι και τον Καραμανλή
τον νεώτερο. Έτσι και η επένδυση της Γκάζπρομ με την εξαγορά της ΔΕΠΑ θα παραβίαζε
τον κανόνα. Και είναι προφανές ότι ακυρώθηκε με επέμβαση των Γερμανών και των Αμερικανών.
Το πλήγμα, όμως, για την Ελλάδα είναι καίριο. Εκτός του ότι πρέπει να βρει το 1
δις που είχε προϋπολογισθεί για την πώληση της ΔΕΠΑ, το σημαντικότερο είναι ότι
ανατινάζει όλη τη διαδικασία να ξαναμπεί η Ελλάδα στον επενδυτικό χάρτη με
δυναμικό γεωπολιτικό πλουραλισμό. Η ριψοκίνδυνη επιλογή του Σαμαρά ήταν επιλογή
ζωτικής ανάγκης, όπως άλλωστε και οι συμφωνίες με την Κίνα. Αποδείχθηκε έτσι
για μια ακόμη φορά ότι οι παρατηρήσεις των δανειστών μας, πάντοτε σε αυστηρό
τόνο, για την έλλειψη εκ μέρους μας φιλο-επενδυτικής πολιτικής αναφέρονται
αποκλειστικά στις δικές τους επιχειρήσεις, στα δικά τους συμφέροντα. Είναι
ολοφάνερο ότι στη χώρα δεν επιτρέπεται να υπερβεί το status μιας ημι-αποικίας, με μειωμένη
κυριαρχία. Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι επιβαλλόμενες έως του σημείου που
επιτρέπουν την απρόσκοπτη, και με χαμηλό κόστος, δραστηριότητα των γερμανικών
κατά κύριο λόγο επιχειρήσεων στην ελληνική επικράτεια, όπως και στην προσαρμογή
της ελληνικής οικονομίας στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η γερμανική ηγεμονία
στην Ευρώπη. Έτσι, όμως, ακυρώνεται η οποιαδήποτε προοπτική υπέρβασης της
κρίσης. Ο φαύλος κύκλος της ύφεσης, του ελλειμμάτων, του χρέους θα διαιωνίζεται
μέχρι το σημείο της μη παραπέρα οικονομικής συρρίκνωσης. Με ό,τι αυτό σημαίνει
για τις συνέπειες που θα έχει στην κοινωνική συνοχή αλλά και στην εθνική μας
ακεραιότητα.
Ο
Σαμαράς αντιλήφθηκε, λοιπόν, ότι η, μέχρι παρεξηγήσεως, συμμόρφωση στα
κελεύσματα του Βερολίνου αποδείχθηκε άνευ σημασίας. Τα καλά λόγια και τα επαινετικά
δημοσιεύματα δεν έχουν πρακτικά αποτελέσματα. Κι οι αποικιοκράτες, δεν πιάστηκαν
«κορόιδα». Όπως πάντα επιβάλλουν τη λύση που τους βολεύει, χωρίς δάκρυα για τα
θύματα. Και ο πρωθυπουργός, έχοντας καταρρεύσει το μεγάλο σχέδιο, εν θερμώ,
προχωρεί σε μια κίνηση εκβιασμού εναντίον όλων. Τόσο προς το εσωτερικό όσο,
κυρίως, προς τα έξω. Κλείνει την ΕΡΤ! Τον πυρήνα του δημοσίου, με την πιο
ισχυρή επικοινωνιακή παρουσία, με τις πιό στενές σχέσεις με τα κέντρα εξουσίας.
Ίσως ούτε και οι ένοικοι του Μαξίμου να μην είχαν συλλάβει αρχικώς το μέγεθος
της αντίδρασης. Σίγουρα όμως είχαν υπολογίσει την πιθανότητα της κατάρρευσης
του σαθρού κυβερνητικού σχήματος, που βασίζεται στην ουσία –κι ας μην μας ξεγελούν
οι επικοινωνιακές αντιπαραθέσεις- στη διανομή, με ποσόστωση, της εξουσίας. Ήλπιζαν,
όμως, ότι η κίνησή αυτή θα οδηγήσει, μέσα από τη σύγκρουση με τη αριστερά, σε
συσπείρωση την κεντροδεξιά και σε άνοιγμα στους εκσυγχρονιστές για τη
δημιουργία του νέου κόμματος που θα αντικαταστήσει τη ΝΔ. Το σημαντικότερο
είναι, όμως, η προσδοκία ότι θα εξαναγκαστούν οι δυτικοί σε ανοιχτή στήριξη των
πρωθυπουργικών πρωτοβουλιών. Διότι είναι φανερό ότι η απόφαση Σαμαρά απειλεί να
τινάξει –αν δεν έχει ήδη τιναχθεί- το παιχνίδι στον αέρα. Υπό αυτές τις
συνθήκες το πρόγραμμα του μνημονίου και ο σχεδιασμός της τρόικας, δεν έχουν
κανένα αύριο. Η ακυβερνησία, η κοινωνική αναταραχή, η αναστολή όλων των κρίσιμων
διαδικασιών από τη δημόσια διοίκηση και τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς
ξαναστέλνει την Ελλάδα στην αυλή της κόλασης. Αλλά βάζει και την Ευρωζώνη σε
νέα, απρόβλεπτη στις συνέπειές της, αναταραχή, λίγο πριν τις γερμανικές
εκλογές. Ο απόλυτος εφιάλτης της Μέρκελ.
Είναι
φορές που οι πράξεις μας, όμως, δεν κρίνονται πλέον από τη βούλησή μας. Διότι
έχουν προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που δεν επιτρέπουν καμία ευελιξία. Ο
Σαμαράς έχει μάλλον εγκλωβιστεί σε μια τέτοια κατάσταση. Διότι είναι εξαιρετικά
αμφίβολο το τι θα πράξουν Ουάσιγκτον και Βερολίνο. Αν θέλουν κι αν μπορούν,
δηλαδή, να στηρίξουν μια σπαράσσουσα από τις αντιθέσεις της κυβέρνηση.
Γιατί
εγκλωβισμένοι είναι και οι κυβερνητικοί εταίροι του Σαμαρά με τις αμφίσημες
συμπεριφορές. Αν κάνουν πίσω θα αντιμετωπίζουν μόνον τη χλεύη. Αν πάνε μπροστά,
σε εκλογές –που είναι το πιθανότερο-, θα καταποντιστούν. Από την άλλη, η
αριστερά –κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ- ανέλαβε την πρωτοπορία του αγώνα για την υπεράσπιση
της ΕΡΤ. Το πιθανότερο είναι ότι η αριστερά θα έχει σοβαρά εκλογικά κέρδη από
τη στάση της, καθώς η κοινωνία απέναντι στην περιπέτεια που ζουν οι χιλιάδες εργαζόμενοι
της ΕΡΤ που μένουν άνεργοι, και δεκάδες από αυτούς τους θεωρεί οικείους μέσα
από τις τηλεοπτικές οθόνες, είναι διχασμένη. Αυτό, όμως, δεν την κάνει ικανή να
κυβερνήσει. Όπως αποδείχθηκε στον ένα χρόνο από τις εκλογές, ως αντιπολίτευση,
δεν μπόρεσε να αρθρώσει συγκροτημένο κυβερνητικό λόγο, εναλλακτική πρόταση
εξουσίας. Είναι προσηλωμένη στην τακτική της διαμαρτυρίας αλλά και σε παλιές
της ιδεοληψίες.
Και
εδώ διακρίνεται το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης. Η
βαθιά πολιτική και ιδεολογική πόλωση. Που δεν την είχαμε ούτε την περίοδο των «αγανακτισμένων».
Τότε οι κυβερνώντες είχαν χάσει κάθε αξιοπιστία στη συντριπτική πλειοψηφία του
κοινωνικού σώματος. Κανείς δεν θα υποστήριζε στο πεζοδρόμιο τον Γιωργάκη ή τον
Παπαδήμο. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η αντίθεση είναι βαθιά. Η
κοινωνία δείχνει να κινείται στα άκρα με συγκροτημένα ιδεολογικά, κι όχι
ταξικά, χαρακτηριστικά. Η δημοσκοπική ενίσχυση της Χρυσής Αυγής το αποδεικνύει.
Οι πολεμικές ανακοινώσεις της Νέας Δημοκρατίας και του Σύριζα, που βρίθουν από,
τις μεταξύ τους, κατηγορίες για «ακροδεξιά» ή «εξτρεμιστική ακροαριστερή» πολιτική
πρακτική αντίστοιχα, ρίχνουν λάδι στη φωτιά μιας κοινωνίας με 1,5 εκατομμύριο
απελπισμένους άνεργους.
Σε
αυτό το εκρηκτικό περιβάλλον η προσδοκία της εμφάνισης του πολιτικού ή και του
κοινωνικού υποκειμένου που θα δώσει λύση στο δράμα, όσο κι αν είναι αναγκαίο,
φαντάζει ως ευσεβής πόθος. Δυστυχώς, το πιθανότερο είναι ότι εισερχόμαστε σε
ένα ακόμη καθοδικό κύκλο της κρίσης με άδηλο το αποτέλεσμα. Η επιλογή του Σαμαρά
ίσως αποδειχθεί η θρυαλλίδα ιστορικών εξελίξεων.
Σωτήρης Δημόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου