3 Μαρτίου 1957, Κυριακή, τελευταία αποκριά, «Σήκωση», η μέρα θανάτου του Αετού. Ο ιερέας των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας, Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου, γράφει πώς είδε και κήδεψε, στις 4 Μαρτίου 1957, τον Αυξεντίου:
Φυσάει βοριάς, το πεύκο ξεριζώνεται από τα σύννεφα.
Σκίζονται οι πέτρες, κατρακυλάει το βουνό σαν χαρτί, ανεμοδέρνεται στον άνεμο. Πήρε φωτιά ο ήλιος, πήρε φωτιά η γη. Βροντάει απ' άκρη ως άκρη. Ο κεραυνός γρατσουνάει τον ουρανό. Ένα παλληκάρι αγωνίζεται για την Λευτεριά, ένα παλληκάρι Αθάνατο πεθαίνει. Σπάει ο βοριάς. Οι πέτρες στέκουν και το βουνό αγναντεύει. Θλιμένα ο ήλιος αγναντεύει τη γη που κοιμάται στο φλοιό της. Η δόξα δυσθεόρατη αναμένει, δίνει ψυχή, δίνει φωτιά στους άλλους που ετοιμάζονται να πάρουν την Λευτεριά στα χέρια τους, με το αίμα.
Σκίζονται οι πέτρες, κατρακυλάει το βουνό σαν χαρτί, ανεμοδέρνεται στον άνεμο. Πήρε φωτιά ο ήλιος, πήρε φωτιά η γη. Βροντάει απ' άκρη ως άκρη. Ο κεραυνός γρατσουνάει τον ουρανό. Ένα παλληκάρι αγωνίζεται για την Λευτεριά, ένα παλληκάρι Αθάνατο πεθαίνει. Σπάει ο βοριάς. Οι πέτρες στέκουν και το βουνό αγναντεύει. Θλιμένα ο ήλιος αγναντεύει τη γη που κοιμάται στο φλοιό της. Η δόξα δυσθεόρατη αναμένει, δίνει ψυχή, δίνει φωτιά στους άλλους που ετοιμάζονται να πάρουν την Λευτεριά στα χέρια τους, με το αίμα.
Στις 3 Μαρτίου 1957 οι Άγγλοι, ύστερα από προδοσία, πληροφορήθηκαν το κρησφύγετό του κοντά στο Μαχαιρά. Το περικύκλωσαν με αυτοκίνητα και ελικόπτερα, μετά από πολύωρη μάχη και αρκετούς νεκρούς Άγγλους έριξαν βενζίνη στο κρησφύγετο και τον έκαψαν ζωντανό. Το καμένο σώμα του θάφτηκε στις 4 Μαρτίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στο χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως α φυλακισμένα μνήματα από τους Άγγλους στρατιώτες.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στην κατεχόμενη σήμερα Λύση, της επαρχίας Αμμοχώστου, στις 22 Φεβρουαρίου 1928. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο Λύσης και το Ελληνικό Γυμνάσιο Aμμοχώστου. Σπούδασε στη Σχολή Εφέδρων Aξιωματικών της Ελλάδας και υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, με το βαθμό του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού. Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο το 1953, ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και Εθνική δράση. Αρχές Ιανουαρίου του 1955 ο Γρηγόρης Αυξεντίου μυήθηκε στον αγώνα από τον Ανδρέα Αζίνα που σπεύδει να τον συναντήσει στην Ελλάδα κατόπιν οδηγιών του αρχηγού Δηγενή.
Διωκόμενος από τους Άγγλους, κρύβεται σε βουνά και μοναστήρια. Σε ένα από αυτά, την Αχειροποίητο (στην περιοχή του Πενταδάκτυλου), νυμφεύεται κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες την ως τότε μνηστή του Βασιλική, τον Ιούνιο του 1955. Χτυπά διαρκώς αγγλικούς στόχους στις βορινές, αλλά και τις νότιες πλαγιές του Πενταδακτύλου.
Οι μάχες διαδέχονται η μια την άλλη: Αγύρτα, Λάπηθος, Πεδουλάς, Δευτερά. Στη μάχη των Σπηλιών, στις 11 Δεκεμβρίου 1955, οι Άγγλοι άφησαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Πολλά και τα κουφάρια που οι αποικιοκράτες αναγκάστηκαν να μετρήσουν στα Χανδριά, το Μάρτιο του 1956. Εκεί έπεσε ένας από τους καλύτερους συντρόφους του Αυξεντίου, ο Χρήστος Τσιάρτας. Το Πάσχα του 1956 βρίσκει τον ήρωα να αναρρώνει στο ιστορικό (ιδρύθηκε το 1148) μοναστήρι του Μαχαιρά, μετά από εγχείρηση. Εκεί συνέβη και το πρωτοφανές της εμφάνισής του ενώπιον των διωκτών του, όταν πάνω από 100 Άγγλοι αξιωματικοί και στρατιώτες έζωσαν το μοναστήρι. Μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, με γενειάδα και ράσο, ο Γρηγόρης Αυξεντίου παρουσιάστηκε και συστήθηκε στον Άγγλο επικεφαλής αξιωματικό ως ο «πάτερ-Xρύσανθος».
Στις 31 Δεκεμβρίου του 1956, παραμονή Πρωτοχρονιάς, κυκλώνεται μαζί με τα παλικάρια του στο χωριό Ζωοπηγή και ακολουθεί σφοδρή σύγκρουση. Ο Αυξεντίου τραυματίζεται, αλλά διαφεύγει, αφήνει όμως νεκρό πίσω, τον συναγωνιστή του Μάκη Γεωργάλλα. Την 1η Μαρτίου του 1957, οι Άγγλοι ξαναεισβάλλουν στο μοναστήρι του Μαχαιρά. Υποβάλουν σε εξαντλητική ανάκριση τον προδότη και τον αναγκάζουν να αποκαλύψει ότι ο Αυξεντίου έχει κατασκευάσει κρησφύγετο ένα χιλιόμετρο απο το μοναστήρι στη πλαγιά του βουνού μέσα στις «λατζιές». Ο προδότης οδηγεί τους Άγγλους στο κρησφύγετο. Οι Άγγλοι καλούν τους αντάρτες ονομαστικά να βγουν έξω. Ο άνδρας, θρύλος της ΕΟΚΑ, προαισθανόμενος το τέλος, διατάζει τους συντρόφους του να εξέλθουν από το κρησφύγετο και να παραδοθούν. Εκείνοι αρνούνται. Οι στιγμές είναι δραματικές. Ο «Μάστρος» ξαναπροστάζει: «εβγάτε έξω». Υπακούουν και μένει μόνος του. Εγώ - τους είπε, θα πολεμήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω. Επανέλαβε το πρέπει να πεθάνω τέσσερις φορές και κάθε φορά που το επαναλάμβανε φωτιζόταν το πρόσωπο του περισσότερο από μια λάμψη υπερκόσμια και ακτινοβόλα. Ακολουθεί τιτανομαχία. Ένας Έλληνας μέσα σε μια σπηλιά, αμύνεται ηρωικά εναντίον ενός σχεδόν συντάγματος πεζικού με βαρύ οπλισμό. Οι Άγγλοι ουρλιάζουν και καλούν τον Αυξεντίου να βγει έξω. Ο Άγγλος δεκανέας Μαράιν πήγε στην είσοδο και τον κάλεσε να παραδοθεί. Μα ριπή ακούστηκε και ο Άγγλος σωριάστηκε κάτω. Ένας Άγγλος αξιωματικός έρριψε μια χειροβομβίδα στο κρησφύγετο που εξερράγηκε χωρίς αποτέλεσμα. Συνεχίζουν να καλούν τον Αυξεντίου να βγει. Ένας από τους συντρόφους του ο Αυγουστής Ευσταθίου, στράφηκε στους Άγγλους και τους είπε: -Αφού τον σκοτώσατε τι φωνάζετε. Τότε ένας Άγγλος τον σπρώχνει στο κρησφύγετο να βγάλει το νεκρό Αυξεντίου. Ο Αυγουστής σύρεται στο κρυσφήγετο, μπαίνει μέσα και φωνάζει στα αγγλικά: Come on, we are two now. Ελάτε, τώρα είμαστε δυο. Στις εκκλήσεις των Άγγλων να παραδοθεί, ο «Λεβεντονιός»της Λύσης απαντά: «Μολών λαβέ». Και ο Λεωνίδας ανασταινόταν πάνω στα βουνά της μαρτυρικής Κύπρου.
Περνούν δέκα ώρες. Οι σφαίρες πέφτουν σαν χαλάζι. Πάνω από 40 οι νεκροί Άγγλοι. Βρέχουν την περιοχή του κρυσφηγέτου με βενζίνη και βάζουν φωτιά. Κόλαση πυρός. Ο Αυγουστής επιχειρεί έξοδο και συλλαμβάνεται. Οι εμπρηστικές βόμβες των μισελλήνων του Λονδίνου, λαμπαδιάζουν τα πάντα. Έτσι, καιόμενος σαν λαμπάδα, έπεσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου, άμορφη μάζα από καμένη σάρκα, πυροβολώντας ως το τέλος. Ώρα 2 μ.μ. της 3ης Μαρτίου 1957.
Έτσι έφυγε ο Ηρωας Γγηγόρης Πιερή Αυξεντίου. Το καρβουνιασμένο του σώμα, τάφηκε στις 4 Μαρτίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας.
Ντίνος Ορφανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου