Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ε. Βενιζέλου στην Άγκυρα το Σαββατοκύριακο απέδειξε με ηχηρό τρόπο ότι η Τουρκία δεν σκοπεύει να υποχωρήσει από τη γραμμή της επιδεικτικής καταπάτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τις έρευνες του «Barbaros» που συνεχίζονται κανονικά εντός της κυπριακής ΑΟΖ (για όσους το έχουν λησμονήσει ή παριστάνουν ότι το έχουν λησμονήσει…). Σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου παρέμεινε αδιάλλακτος κατά τις συνομιλίες, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «όταν σταματήσουν οι γεωτρήσεις, θα αποσύρουμε το πλοίο» και προτείνοντας ευθέως τη συνδιαχείριση του φυσικού αερίου.
Από την πλευρά του, ο κ. Βενιζέλος φέρεται να ξεκαθάρισε ότι αυτή στη στιγμή υπάρχει «μία προσβολή σε εξέλιξη» εναντίον των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία πρέπει να σταματήσει, προκειμένου να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού. Το ερώτημα όμως είναι, πώς συμβιβάζεται αυτή η συνεχιζόμενη προσβολή των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας με την διοργάνωση του 3ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος – Τουρκίας, που έχει προγραμματιστεί για τις 5 και 6 Δεκεμβρίου στην Αθήνα.
Έχουμε επισημάνει από τη θέση αυτή ότι η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση για το θέμα των υδρογονανθράκων φαίνεται πιθανότατη δεδομένου του διακυβεύματος. Εχουμε επίσης τονίσει ότι η ελληνική πλευρά έχει συμφέρον να μεταθέσει όσο το δυνατόν τον χρονικό ορίζοντα της αντιπαράθεσης, ώστε να προετοιμαστεί στρατιωτικά και να ξεδιπλώσει ολόκληρο το διπλωματικό της σχεδιασμό, συμπεριλαμβανομένων πιθανών συμφωνιών με Αίγυπτο και Ισραήλ. Είναι λοιπόν κατανοητή η τήρηση χαμηλών τόνων και η διατήρηση ανοικτών διαύλων, για την αποφυγή πρόωρης κλιμάκωσης. Όμως είναι άλλο πράγμα η τήρηση ανοιχτών διαύλων και άλλο η διοργάνωση μιας κορυφαίας διακυβερνητικής συνάντησης όπως είναι η προγραμματισμένη για τις 5 και 6 Δεκεμβρίου.
Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας (που, θυμίζουμε, ξεκίνησε με διθυράμβους επί πρωθυπουργίας Γ.Α.Παπανδρέου) δεν είναι απλώς μια ευκαιρία διπλωματικών επαφών, έστω πολλαπλών. Συνίσταται ουσιαστικά σε κοινή συνεδρίαση των δύο υπουργικών συμβουλίων και συνιστά επομένως κορυφαία εκδήλωση πολυεπίπεδης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών, που εύλογα γίνεται αντιληπτή διεθνώς ως ένδειξη στενότατων φιλικών σχέσεων μεταξύ τους.
Επομένως το αναμενόμενο επικοινωνιακό αποτέλεσμα της διακυβερνητικής συνάντησης της 5ης και 6ης Δεκεμβρίου σε διεθνές επίπεδο θα είναι η μετάδοση μιας εικόνας εγκαρδιότητας και πολυεπίπεδης συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτή η εικόνα μπορεί να είναι σκόπιμη (ή όχι) σε άλλες συγκυρίες, αλλά είναι αδιανόητη εν όσω η Τουρκία εξακολουθεί να διεξάγει παράνομες έρευνες εντός της κυπριακής ΑΟΖ και η Κυπριακή Δημοκρατία έχει καταγγείλει την τουρκική συμπεριφορά σε όλα τα διεθνή φόρα, αποχωρώντας από τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού και μπλοκάροντας τα επόμενα κεφάλαια των διαπραγματεύσεων ΕΕ- Τουρκίας. Πρακτικά, η διοργάνωση της διάσκεψης της Αθήνας εν όσω το «Barbaros» συνεχίζει τις παράνομες έρευνές του στα ανοιχτά της Κύπρου, συνιστά ελληνικό «συγχωροχάρτι» για την τουρκική συμπεριφορά – και τέτοια συγχωροχάρτια αφ” ενός υπονομεύουν κάθε καταγγελία των τουρκικών παρανομιών σε διεθνή φόρα, και αφ” ετέρου αποθρασύνουν τον αντίπαλο.
Η ελληνική ανοχή στην τουρκική συμπεριφορά είναι πρωτοφανής. Για να δοθεί ένα μέτρο σύγκρισης, η απόπειρα διεξαγωγής ερευνών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα από τουρκικά ερευνητικά σκάφη υπήρξε επανειλημμένα (1976, 1987) η αιτία που έφερε Ελλάδα και Τουρκία κοντά στον πόλεμο. Ακόμα και το 2008, ελληνική κανονιοφόρος είχε διαμηνύσει στο νορβηγικό πλοίο Malene Ostervold που διεξήγε έρευνες νοτίως του Καστελλορίζου για λογαριασμό της Τουρκίας, ότι βρισκόταν σε περιοχή ελληνικής υφαλοκρηπίδας, και εκείνο αποχώρησε. Είναι αλήθεια ότι στις περιπτώσεις εκείνες εμπλεκόμενη ήταν μόνο η Ελλάδα, ενώ η τωρινή κρίση αφορά και την Κύπρο. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί εν μέρει την κατάσταση σε πολιτικό, νομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Παρ” όλα αυτά, η Ελλάδα παραμένει η μητέρα πατρίδα και φέρει εν τέλει το συνολικό βάρος.
Η ανοχή στις τουρκικές έρευνες συνιστά ήδη σημαντική υποχώρηση από πλευράς Ελλάδας και Κύπρου, αλλά με τις διεθνείς καταγγελίες διατηρούνταν τουλάχιστον τα προσχήματα. Όμως η πανηγυρική διεξαγωγή ελληνοτουρκικού διακυβερνητικού συμβουλίου, εν όσω οι παράνομες τουρκικές έρευνες συνεχίζονται, διαλύει κάθε πρόσχημα: συνεπάγεται ότι η Ελλάδα αποδέχεται de facto τις έρευνες αυτές. Δεν πρόκειται μόνο για κουρέλιασμα της εθνικής αξιοπρέπειας – πρόκειται για εκθεμελίωση της ελληνικής (και κυπριακής) θέσης.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Νταβούτογλου, μιλώντας παρόντος του αντιπροέδρου των ΗΠΑ J. Biden,έχει θέσει τους όρους του: «Αν οι ελληνοκύπριοι θελήσουν, μονοπωλώντας τις πηγές ενέργειας, να ξεκινήσουν διαγωνισμούς σα να τους ανήκουν όλες αυτές οι πηγές και θελήσουν να παρουσιάσουν τις εν λόγω πηγές, στις οποίες έχουν δικαίωμα και οι Τουρκοκύπριοι στην παγκόσμια αγορά, τότε και εμείς θα κάνουμε έρευνες στο ίδιο μέρος, μαζί με τους Τουρκοκύπριους κάνοντας χρήση του ιδίου δικαιώματος. […] Η χώρα στην οποία μπορεί να φθάσει ευκολότερα το φυσικό αέριο, που θα εξορυχθεί γύρω από την Κύπρο, είναι η Τουρκία και η Τουρκία είναι η χώρα από την οποία θα μπορέσει να φθάσει στις διεθνείς αγορές. […] Αυτό που δεν μπορεί να γίνει είναι να μας πουν ότι η ανατολική Μεσόγειος είναι κλειστή για τους Τούρκους και του Τουρκοκυπρίους. Αυτό δε γίνεται».
Ο τούρκος πρωθυπουργός όχι μόνο διακηρύσσει ότι η Τουρκία διεκδικεί (ανεξαρτήτως διεθνούς δικαίου) μερίδιο στους κυπριακούς υδρογονάνθρακες, αλλά επιπλέον υποδεικνύει εκβιαστικά την Τουρκία ως προτιμητέα δίοδο του κυπριακού φυσικού αερίου προς τις διεθνείς αγορές. Σε ανάλογο κλίμα κινείται και ο υπουργός Εξωτερικών Τσαβούσογλου, ο οποίος μάλιστα έχει προτείνει τη συνδιαχείριση της κυπριακής ΑΟΖ από τις «δύο κοινότητες» μέσω κοινής ιδιωτικής εταιρίας – πρόταση που φέρεται να επανέλαβε κατά τη συνάντησή του με τον Ε. Βενιζέλο. Ο δε Νταβούτογλου έχει εξαγγείλει ότι κατά την προσεχή συνάντηση της Αθήνας θα θέσει στον Έλληνα πρωθυπουργό θέμα συνεκμετάλλευσης του αερίου.
Τι από αυτά είναι διατεθειμένη να συζητήσει η ελληνική πλευρά; Υπάρχει καν περιθώριο συζήτησης; Και αν υπάρχει, είναι δυνατόν να γίνει η συζήτηση αυτή, ενώ θα συνεχίζεται ο τουρκικός τραμπουκισμός στην κυπριακή ΑΟΖ;
Ορισμένοι σχολιαστές επιχειρούν να δικαιολογήσουν το ελληνοτουρκικό συμβούλιο ως «προσπάθεια εκτόνωσης» της κρίσης, αλλά παραβλέπουν δύο κρίσιμα στοιχεία:
Πρώτον, ότι η εκτόνωση μιας κρίσης που βασίζεται σε θεμελιώδη σύγκρουση συμφερόντων με σοβαρά διακυβεύματα, μπορεί να επέλθει μόνο με συμφωνία επί των διακυβευμάτων αυτών και όχι με επικοινωνιακά τρυκ.
Δεύτερον, ότι η απόπειρα επικοινωνιακής διαχείρισης μιας υπαρκτής και ανεπίλυτης σύγκρουσης συμφερόντων δημιουργεί τον κίνδυνο δημόσιων ρήξεων (όπως πρόσφατα μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας) που θα επέφεραν πρόσθετη όξυνση.
Άλλες αναλύσεις, πιο «προχωρημένες», ισχυρίζονται ότι η Τουρκία έχει «στριμωχτεί» τόσο από τις ελληνικές (ελλαδικές και κυπριακές) επαφές με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, ώστε υπάρχει σοβαρός πλέον κίνδυνος βίαιης αντίδρασής της – και ότι η διακυβερνητική συνδιάσκεψη θα επιτρέψει το «χρύσωμα του χαπιού» για να αποτραπεί μια σύγκρουση, ενόσω οι ελληνικοί διπλωματικοί χειρισμοί θα ολοκληρώνονται. Τέτοιες αναλύσεις όμως παραβλέπουν ότι κράτη όπως η Τουρκία δεν αρκούνται σε «χρύσωμα χαπιού», όταν τα διακυβεύματα είναι μεγάλα. Η σύγκρουση συμφερόντων, επειδή είναι θεμελιώδης, θα εκδηλωθεί αναπόφευκτα. Και όταν έρθει εκείνη η ώρα, η διακυβερνητική διάσκεψη θα είναι ένα επικοινωνιακό όπλο στα χέρια της Τουρκίας, καθώς θα ακυρώνει την εικόνα της ως διεθνούς ταραξία.
Χρόνος υπάρχει ακόμα – και μετά την επιδειχθείσα τουρκική αδιαλλαξία στις συνομιλίες των υπουργών Εξωτερικών, υπάρχει και η αφορμή. Το 3ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδος – Τουρκίας πρέπει να ματαιωθεί με ελληνική πρωτοβουλία, έστω και τώρα. Και η Ελλάδα πρέπει να διακηρύξει (κατ” ελάχιστον) ότι προϋπόθεση της διεξαγωγής του είναι η παύση της προσβολής των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου