Ο εφιάλτης ήταν τρομακτικός.
Συνεπιβάτης σε ένα λεωφορείο που έτρεχε σαν τρελό σε έναν στενό δρόμο γεμάτο στροφές. Περνούσε σαν βολίδα δίπλα από απότομους γκρεμούς με βάθος ολόκληρα χιλιόμετρα κι ανάμεσα σε βουνά χιονισμένα. Έπαιρνε τις στροφές με 80 χιλιόμετρα την ώρα.
Έπεφτε βροχή και χιόνι, έκανε κρύο και είχε ομίχλη. Η ορατότητα σχεδόν μηδέν. Ο δρόμος γλιστρούσε. Συχνά, περνούσαμε δίπλα από τα συντρίμμια άλλων αυτοκινήτων και λεωφορείων που είχαν παρεκκλίνει από την πορεία τους και έπεσαν στο κενό ή πάνω σε βράχια δίπλα από το οδόστρωμα, ή είχαν συγκρουστεί με άλλα αυτοκίνητα και φορτηγά που έρχονταν από την άλλη κατεύθυνση,
Η αγωνία δεν με άφηνε να αναπνεύσω.
Ο δικός μας οδηγός αδιαφορούσε για τα παράπονα των επιβατών. Οι φωνές και οι κραυγές τους όχι μόνο τον άφηναν αδιάφορο αλλά κάθε διαμαρτυρία τους έκανε το οδήγημα του πιο επιθετικό. Κάθε φορά που ένας επιβάτης του υποδείκνυε ένα σήμα τροχαίας που αντάμωνε το λεωφορείο στην τρελή του πορεία και τη σημασία του, ο οδηγός όχι μόνο έκανε ακριβώς με το αντίθετο, αλλά και με οργή κατακεραύνωνε τον "αυθάδη επιβάτη". Επιτάχυνε όποτε έβλεπε πινακίδα για το όριο ταχύτητας, προσπερνούσε εκεί που απαγορευόταν. Δεν σταματούσε εκεί που έπρεπε να σταματήσει. Το λεωφορείο δεν είχε προορισμό. Η διαδρομή του ήταν γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή και κάθε έκκληση στον οδηγό για στάση, τον έκανε να φρενάρει απότομα για να επιταχύνει αμέσως, κάνοντας τους επιβάτες να χτυπούν στα μπροστινά καθίσματα, ο ένας πάνω στον άλλο και στα παράθυρα. Η καρδιά μου κτυπούσε σαν τρελή. Δεν έβγαιναν τα λόγια από το στόμα μου κάθε φορά που προσπαθούσα να ψελλίσω κάτι.
Τον άκουγα να δίνει και διαλέξεις για το πόσο λανθασμένη ήταν η φιλοσοφία της σηματοδότησης των δρόμων, πως αυτός ήταν ο καλύτερος δυνατός οδηγός, πως η δήθεν σωστή οδήγηση είναι ξεπερασμένη. Πρέπει έλεγε να αλλάξουμε το οδικό κώδικα της χώρας μας, να οδηγούμε όπως η Γερμανική Ευρώπη της Αγγελικής, όπου δεν υπάρχουν «τρακαρίσματα». Στη θέση του συνοδηγού ένας κύριος με μεσογειακά χαρακτηριστικά επευφημούσε και έκλεινε το μάτι στον οδηγό.
Ξαφνικά πάτησε με όλη του τη δύναμη το γκάζι όταν άκουσε τους επιβάτες να του λεν να σταματήσει για να αναλάβει άλλος οδηγός. Έβγαλε το τιμόνι και το πέταξε έξω από το παράθυρο. Και τότε έγινε κάτι το πρωτάκουστο το συγκλονιστικό. Μια κυρία έβγαλε από τη τσάντα της ένα άλλο τιμόνι και το έβαλε στη θέση του πρώτου. Το ταξίδι συνεχίζει αλλά το λεωφορείο δεν «στέκει» στο δρόμο Με το μυαλό μου ευρισκόμενο σε ταραχή και την καρδιά μου να κτυπά δυνατά προσπαθούσα να εξηγήσω τη συμπεριφορά οδηγού και συνοδηγού.
Εκεί που σκεφτόμουν πως η μόνη ελπίδα να γλιτώσουμε εμείς οι επιβάτες το μοιραίο ήταν να τελειώσουν τα καύσιμα του λεωφορείου, εκεί ακριβώς ξύπνησα. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω πως ήμουν ξύπνιος πια και πως έβλεπα έναν εφιάλτη, αλλά η ανάσα μου, ο γοργός ρυθμός με τον οποίο κτυπούσε η καρδιά μου, και ο ιδρώτας από τον φόβο που ακόμη ένιωθα δύσκολα με έκαναν να πιστέψω πως δεν ήμουν τελικά επιβάτης στο λεωφορείο που οδηγούσε ο τρελός εκείνος οδηγός. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Μια ματιά τριγύρω και ένας γκρίζος ουρανός σαν κοίταξα έξω από το παράθυρο με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως ήμουν στο σπίτι μου στη Τριμίκλινη.
«Εδώ στο χωριό είμαι», σκέφτηκα και πήγα να πάρω μια βαθιά ανάσα. «Στην Κύπρο, στο πηδάλιο της οποίας βρίσκεται ο Νίκαρος και η Παρέα του.
Και η ταχυπαλμία δεν έλεγε να σταματήσει.
Ντίνος Ορφανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου